United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα ελάμβανον ανά 35 δραχμάς οι τέσσαρες, και δέκα δραχμάς πάντοτε ο Κώστας ο Αγγουροκομμένος, πλέον του ζεύγους των τσαρουχίων. Επί παρουσία του Κώστα, οι τέσσαρες εταίροι εφυλάττοντο καλώς ν' αναφέρωσι το ποσόν. Ούτος, καμαρώνων ήδη νοερώς τα καινουργή τσαρούχια, υπέθετεν ότι εζήτουν απλώς δύο είκοσιπεντάδραχμα, όπως πεισθώσι να δώσωσι ψήφον.

Όλα τα έδιδεν· ως και τα στολίδιά του εθυσίαζε διά να στολίση αυτό. Ούτω ο Χειμάρρας υπέθετεν ότι ήμειβε κατά τι την αξίαν του. Κατά τι μόνον, διότι η αξία του ιδικού του καρυοφυλλίου ήτο πολύ μεγάλη!. . . Τόρα όμως έβλεπεν ότι ηπατάτο. Δεν ήτο τίποτε άλλο παρά ένα σκουροντούφεκο και αυτό, όπως τόσα άλλα.

Τον ήκουσα όπισθέν μου λέγοντα: «Συνέπεια βεβαίως ψυχικής διαταράξεως.» — Δεν υπέθετεν ότι ηδυνάμην να εννοήσω τα Γερμανικά του, ουδ' ότι εσπούδασα και εγώ την επιστήμην του. Η διάγνωσις μαρτυρεί οξυδέρκειαν. Τω όντι το χρώμα των τριχών μου ηλλοιώθη κατά το δεκάμηνον διάστημα της διαμονής μου εις τα κελλία της Ευαγγελιστρίας, αλλ' αγνοώ εάν η αλλοίωσις επήλθε διά μιας ή βαθμηδόν.

Το εδέχθην τότε άνευ αντιλογίας και τα περιπλέον έπαιρνα κάθε εβδομάδα από το χρηματοκιβώτιον, επειδή κανείς δεν υπέθετεν ότι η κυρία θα έκλεπτε το ταμείον.

Δεν ήξευρεν εις ποίαν συνοικίαν της πόλεως είχεν εκραγή το πυρ, αλλ' υπέθετεν ότι η Τρανστιβέρη με τας πυκνάς της οικίας, τας ξυλίνας αποθήκας της και τα εύθραυστα παραπήγματα, όπου επωλούντο δούλοι, θα είχε γίνει κατ' αρχάς παρανάλωμα των φλογών. Ως αστραπή διήλθε της κεφαλής του Βινικίου η σκέψις του Ούρσου και της κολοσσιαίας δυνάμεως του.

Κ' εν τη εξάψει της ήδη εφαντάζετο τον άνδρα εκείνον και δεν παρεξενεύετο καθόλου διότι ούτος δεν ωμοίαζε με τον Στάθην, τον ακάματον εις την εργασίαν και νωθρόν εν τω οίκω, αλλά με άλλον τινά του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν διέκρινε καλώς, υπέθετεν όμως ότι ήσαν του Μήτρου. Η Σμάλτω ενώ παρεσύρετο ούτω εις τους γοητευτικούς κόσμους της ιδίας φαντασίας, ητένιζε συγχρόνως και τον αυλητήν.

Λέγω ευτυχώς, διότι η απουσία της μ' έδωκε καιρόν να σκεφθώ, ότι πολύ περισσοτέραν θα ησθάνετο προς εμέ ευγνωμοσύνην και κάλλιον θα με αντήμειβεν αν, αντί να με ηξεύρη πλούσιον, με υπέθετεν υπέρ τας δυνάμεις μου πρόθυμον να την ευχαριστήσω.

Έπειτα γράφει πάλιν, αφίνει τον κάλαμον χάριν του καφέ, και τούτον χάριν του σιγάρου, και στηρίζων την κεφαλήν του εις τους αγκώνας του βυθίζεται εις σκέψεις. Ο βλέπων αυτόν ούτως εσκεμμένον και άθυμον θα υπέθετεν ίσως, ότι ο Μιμίκος γράφει στίχους, και μάτην θηρεύει δύσκολόν τινα ομοιοκαταληξίαν εις τελείωσιν του στίχου του.

Δεν τον είχεν ιδή ποτέ αλλ' υπέθετεν ότι τοιούτος τις, μέγας καθόλα θα ήτο ο διάσημος αρματωλός. Από το βλέμμα του το πύρινον, από την στάσιν του την αυστηράν και το θλιμμένον ήθος του εμάντευεν ο Ζάχος ότι και ούτος παρίστατο εκεί ζητών απ' αυτόν το όπλον του. Κ' ενώ έμενεν ακίνητος υπό τας εντυπώσεις της όψεως εκείνης, έφθασεν εις την ακοήν του και δευτέρα εκπυρσοκρότησις ομοία της πρώτης.

Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος. — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του. — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα; Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω. — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . . — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν. Και εξήλθε λέγων·