Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
— Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν εις τον οίκον του. — Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος. — Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος. Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον. Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν.
Αι γλώσσαι συνεστρέφοντο ευτράπελοι και οξείαι ως μονομάχων σπάθαι• εγώ δε συνειθίσας βαθμηδόν εις τον γλωσσόκτυπον εκείνον, υπέκυπτον βαθμηδόν εις ακουσίαν νάρκωσιν, στηρίζων την δεκαετή κεφαλήν επί των γονάτων της γείτονός μου, ότε παράδοξα αίφνης ακούσματα εδίωξαν μακράν των βλεφάρων μου τον ύπνον.
Εγώ δεν εκοιμώμην. Εκαθήμην στηρίζων την κεφαλήν επί του ιστού και έβλεπα τα νέφη και τους ανά μέσον των νεφών φαινομένους αστέρας, ο δε νους μου ήτο όλος εις την Ανδριάναν.
Ουδέν γλυκύτερον, όταν ο καιρός είναι τοιούτος, ή να ευρίσκεται τις επί του καταστρώματος ω κ υ π ό ρ ο υ ν η ό ς, π ε ρ ι μ έ ν ω ν μετά το πρόγευμα του γεύματος την ώραν, στηρίζων την κεφαλήν επί των γονάτων της ερωμένης του και μετ’ εκείνης θαυμάζων του ουρανού, της γης και των υδάτων το κάλλος.
Μόνος ο γάτος ηξεύρει ν' ακινητή επί ολοκλήρους ώρας εις γωνίαν της τραπέζης, στηρίζων ως Αιγυπτία Σφιγξ την κεφαλήν επί των εμπροσθίων ποδών και προσηλών το βλέμμα εις τον μελετώντα, ως αν ενδιεφέρετο εις το έργον αυτού.
Η γραία εμειδίασε πάλιν. — Καλά· είπε· κοπιάσετε. Και την ετοποθέτησεν εις προθάλαμον οπόθεν, από μικράν επί της θύρας οπήν, έβλεπεν ελεύθερα τα εν τω παρακειμένω δωματίω. Δεν τον είδε, τον διέκρινε μάλλον, εν τω μέσω των συννέφων του καπνού, τα οποία τον εκύκλωναν. Στηρίζων την κεφαλήν επί υψηλού ερεισινώτου και παίζων με τους θυσάνους του κοιτωνίτου του, εκάπνιζεν, εκάπνιζεν ατελεύτητα.
Έπειτα γράφει πάλιν, αφίνει τον κάλαμον χάριν του καφέ, και τούτον χάριν του σιγάρου, και στηρίζων την κεφαλήν του εις τους αγκώνας του βυθίζεται εις σκέψεις. Ο βλέπων αυτόν ούτως εσκεμμένον και άθυμον θα υπέθετεν ίσως, ότι ο Μιμίκος γράφει στίχους, και μάτην θηρεύει δύσκολόν τινα ομοιοκαταληξίαν εις τελείωσιν του στίχου του.
Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες βεβαίως και συ — απέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι!
Ο Μιστόκλης, στηρίζων την καθαράν από της αργίας βούρτζαν του επί του τοίχου, και καθήμενος είτα επί του κενού τενεκέ των χρωμάτων έβλεπε την βασανιζομένην γυναίκα του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν