United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες, και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου. Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες «Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα. 450 Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.

Και τούπιασε ο Τρώας με τα χέρια τα γόνατα του, θέλοντας να πει, ναν τον ξορκίσει, μα αφτός στο σκώτι τούμπηξε τη λάμα, και το σκώτι του ξεκολνάει, και μελανά τα αίματα αναβρύζουν 470 και όλο τον κόρφο πλημμυρούν, κι' ενώ 'βγαινε η ψυχή του, τα διο τα μάτια ολόμαβρο του σκέπασε σκοτάδι. Τότες στο Μόλη πάει κοντά και τον τρυπάει στ' αφτί του, κι' ως στ' άλλο του ίσα πέρασε ο τροχισμένος στόκος.

Εκείνος σήκωσε πράγματι το βλέμμα επάνω της, χτύπησε με τα χέρια τα γόνατά του και είπε: «Λοιπόν, πότε λέτε να τη σπάσουμε αυτή την αλυσίδα;» «Από εσένα εξαρτάται, Πρέντου, ν’ αποφασίσεις

Εκεί ετινάχθηκεν η καρδιά μου! Ο πόλεμος ακούετο, μα οι Ρούσσοι ήτανε μακρυά, ξεύρω κ' εγώ; στα Μπαλκάνια, μας έλεγαν, κι' ακόμη πάρα πέρα. Και τώρα να κόψουν έξαφνα τον σιδερόδρομο. — Είδες, είπα, και θα πάθη τίποτε το παιδί! και εκόπηκαν τα γόνατά μου κ' έμεινα στον τόπο. Εκεί επρόφθαξε το πλήθος βιαστικό και τρομαγμένο.

Παρήλθε πολλή ώρα και η Αρσινόη είνε εις τα γόνατα. Αδυνατεί να εγερθή . . . Είνε καθηλωμένη επί του εδάφους. Αίφνης αισθάνεται ότι της εγγίζουν τον ώμον. Είνε η τροφός, η οποία της ενθυμίζει την ώραν . . .

Εκείνη όμως είπε, σκύβοντας ακόμη περισσότερο, με διπλωμένα τα γόνατα έτσι που το πρόσωπο της ν’ αγγίζει το δικό του πρόσωπο: «Βλέπεις τι δώρο, ΈφιςΚαι ήταν χλωμή μέσα στο γκρενά της φόρεμα, με τα μοχθηρά της μάτια γεμάτα δάκρια. Αλλά ο Έφις δεν ένοιωσε πόνο γι’ αυτό. «Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, όπως Εκείνος. Πρέπει να κλαίμε και να σωπαίνουμε…», είπε με μιαν ανάσα.

Ο Έφις κοίταζε σκεφτικός καταγής, ανάμεσα στα γόνατά του. «Πρέπει να επιστρέψω;», αναρωτιόταν. «Λες να πιστέψουν ότι με φέρνει ο καλός άνεμοςΚαι άξαφνα, για μια στιγμή, στενοχωρήθηκε που η ντον Νοέμι είπε το ναι πριν εκείνος γυρίσει. Αμέσως όμως σηκώθηκε μετανοιωμένος, ταπεινωμένος.

Βάκτρον του γήρατός του, διά να υποβαστάζη τα ρευματισμένα γόνατά του, ο γέρων θαλασσινός δεν είχε παρά τον υιόν του τον Παναγιώτην, παιδίον δώδεκα ετών, τον οποίον είχε παρονοματίσει με γενναίαν θωπείαν «Πάπον της» η μακαρίτισσα η Αργυρώ, η σύζυγος του Μπαμπούκου. Αλλ' ο Πάπος του έφευγεν. Επηδούσεν από βράχον εις βράχον, από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν.

Προ των οφαλμών μου, ο νέος θεράπων μου ενεχείρισε τον σάκκον των χρημάτων εις τον Ευρίκιον, όστις ήρχισε να προσεύχηται ανατείνων εις τον ουρανόν τας χείρας· πλησίον αυτού εγονυπέτησεν είς νέος, ο υιός τον ίσως. «Ο Χίλων επρόφερεν ακόμη λέξεις τινάς και ηυλόγησε τους δύο γονυπετείς ανθρώπους, ως και τους άλλους, ποιών σημεία σταυρού· όλοι έκλιναν τα γόνατα.

Ξάφνου πελάγωσε ο δρόμος μου και κατάθολο ορμητικό ρέμμα νερού μου πόντιασε τα καλαμοπόδαρα ως τα γόνατα. Σύνωρα η μαυρίλα με κυκλώνει πηχτότερη, η βροχή πέφτει πλιο πυκνή και πλιο δαρτή και 'ςτο πλάγι μου ο κεραυνός εμπουμπούνιζε τρανταχτά κι άγρια τον αθέρα κ' εφώτιζεν υπέρλαμπρα τη σκοτεινάδα, ως πώμεινα πολλήν ώρα ολότρομος με κλεισμέν' από τη θαμπάδα τα μάτια.