United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αισθάνθηκα κάποιο πόνο, αλλ' η σκέψη μου δε χρονοτρίβησε πολύ στο Βαγγελιό και τις αρρώστειες της. Ωχ! αδερφέ, κι αυτή όλο άρρωστη θάνε; Τι να τον κάνω 'γώ το βήχα και τις κλάψες της; Η αρρώστεια της, πούγινε εμπόδιο στα νέα μου ονειροπολήματα, άρχιζε να μου πειράζη τα νεύρα.

Τα βλαστήμια, οι κλάψες αυξάνουν ολόγυρά του· η καρδιά του φουσκόνει. Τούρχεται πολύ κακό, πολύ κακό· έτσι να βλαστημήση κι αυτός, να κολαστή, να μη λυώση αύριο μεθαύριο που θα πεθάνη, να βράση η ψυχή του σε καζάνια με πίσσα στον αιώνα τον άπαντα. Αλλ' όχι δε κάνει, αυτό δε γίνεται. Η δυστυχία, το κακό πού αλλού θα πάη παρά στον άνθρωπο; Πρέπει να το δοκιμάση κι αυτό το κακό ακόμα.

Μα άξαφνα ακούει ξεφωνητά οχ το τειχί και κλάψες, και της λυγούν τα γόνατα, πέφτει η βελόνα χάμου. Κι' αμέσως φώναξε ξανά στις λυγερές της σκλάβες «Γλήγορα, ελάτε διο μαζί, να δω γιατί η αντάρα. 450 Κλάμα άκουσα της πεθεράς, κι' εμένα μες στα στήθια τρέμει ως στο στόμα μου η καρδιά και με παγώνει ο φόβος.

Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη. Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι. Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι.

Α δεν είταν από τα ρούχα της, α δεν είταν από το σφιγμένο μικρό, πού να το φανταστώ πως ο ματοκυλισμένος εκείνος κι ο χωματιασμένος ο βώλος είταν — η γυναικούλα μου! Καιρό δεν είχα για κλάψες και για μυρολόγια. Πέτρα μ' έκαμε η νύχτα που πέρασα. Ο Θεός με λυπήθηκε, και βρέθηκε ένας λάκκος κοντά μου. Τονε μεγάλωσα μ' ό,τι κούτσουρα βρήκα.

Τους άλλους πήγαινε άκουρους Αργίτες να σηκώσεις, κι' ας μπούμε εφτύς στον πόλεμο, τι πάτησαν τους όρκους οι Τρώες... όμως θάνατος τους καρτεράει και κλάψες, 270 που πρώτοι αφτοί μας βλάψανε, τους όρκους αθετώνταςΕίπε, κι' εκείνος πέρασε με τη χαρά στα στήθια. Και προχωρώντας φτάνει ομπρός στους Αίιδες, κι' εκείνοι οπλίζουνταν, και σύγνεφο πεζών τους ακλουθούσε.

Μα τι, κι' εσάς δεν έχουν τα σπίτια κλάψες πούρθατε να με φροντίστε τάχα; 240 Για μ' αψηφάτε πια που να! με καταράστη ο Δίας κι' έχασα τέτιο γιο λαμπρό; Όμως κι' εσείς, ας είναι, χάθηκε εκείνος, κι' οι οχτροί θα δείτε αν θα σας ψήσουν... Μα εμένα πριν τα μάτια μου μου δουν αχ την πατρίδα να σβύνει να ρημάζεται, πριν στ' Άδη ας πάω τα βάθια245

Έπειτα χοίμηξε τους γιους του Φαίνοπα να πιάσει, το Θόνα και τον Ξάνθονε, λέφτερα αγόρια ακόμα· αφτόν τα έρμα γερατιά τότε έτρωγαν, και πια άλλον ο δόλιος γιο δεν έκανε ν' αφήκει κληρονόμο. 155 Γιατί ο Διομήδης έκοψε και των διονών τα νιάτα, κι' άφισε κλάψες και πικρά φαρμάκια του πατέρα, τι δεν τους είδε ζωντανούς στο σπίτι να γυρίσουν οχ τη σφαγή, μον μοίρασαν το βιος του οι συμπεθέροι.

Έμειναν αμίλητοι μια στιγμή κ' οι δυο τους, πατέρας και μάννα. Ώσπου όμως να ξανανοίξη το στόμα του ο Μυλόρδος, που έτρεμε μην τύχη και τους παραταράξη, βρέθηκε ταντρόγυνο αγκαλιαστό, κι άλλο πια τώρα δεν άκουγες παρά κλάψες κι αναρρουφήματα. — Να σας πω τώρα και κάτι άλλο, κάνει ο Μυλόρδος, να μη χασομεράτε και πολύ.

Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Και πώς το γυιό σου ετόλμησες μέσ'στη σπηληά ν'αφήσης; ΚΡΕΟΥΣΑ Πώς; κλάψες έκαμα πολλές εκεί και μοιρολόγια. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αχ! τολμηρά ήσουν και συ, μα πειο πολύ ο Απόλλων. ΚΡΕΟΥΣΑ Αν το 'βλεπες το δύστυχο τα χέρια να μ' απλώνη! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Το γάλα σου εγύρευε ή αγκαλιά μητέρας; ΚΡΕΟΥΣΑ Την αγκαλιά μου, κι' άδικα το είχα βασανίση.