United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της ανησυχίας: — Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά; Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα επρόφερε μίαν μόνον λέξιν: — Ναι! Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς.

Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κ' έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, χρυσορρόδινα και γλαυκά, λέγεις και ήθελε να βάψη το στερέωμα. Και το τόξο κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα έσειε τα κρώσσα εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλες του κ' επρόβαινε καταχτητής του αιθέρα, Όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά.

Αλλά με την τελευταία λέξη δε μπόρεσε πεια να περιορίση την τρικυμία της ψυχής της. Κιάρχισε να κλαίη. Τη λυπόμουν, αλλά και δεν καταλάβαινα πολύ αυτές τις κλάψες κιάρχιζα να τις βαριούμαι, γιατί, ως είπα, και δε μάρεσαν. Εγώ ήθελα να την αγαπώ, όχι να τη λυπούμαι. Πάνω στο κλάμα την έπιασε κένας βήχας δυνατός, που την έσειε τη δυστυχισμένη, σαν καλάμι.

Ο καύσων δεν ήτο υπερβολικός· τον ήλιον εσκίαζον λευκά τινα νέφη και ελαφρά εκ διαλειμμάτων πνοή ανέμου έσειε τα καλάμια και τα έκαμνε να συγκύπτωσι προς άλληλα, ως αν εκρυφομίλουν. Αλλά την προσοχήν μου είλκυσε προ πάντων το πλήθος των υπεράνω του ύδατος ισταμένων εντόμων και ιδίως αι απειράριθμοι χρυσαλλίδες. Ουδαμού έτυχε να ίδω τόσον πολλάς, τόσον μικράς και τόσον ομοιομόρφως λευκάς.

Την στιγμήν εκείνην δυνατόν γαύγισμα σκύλου ηκούσθη από το κατάστρωμα πλοίου. Ήτο ο καραβόσκυλος της ιδίας φορτωμένης σκούνας, εις την οποίαν ανήκεν η φελούκα. Είχε πηδήσει επάνω εις το ακρόπρωρον, δίπλα εις την μακεδόνα, το βάναυσον κορυθαίολον ομοίωμα της πρώρας, και κατ' αρχάς έσειε μετά γρυσμού την ουράν, αναγνωρίσας την βάρκαν.

Και έτρεχε λοιπόν η Νεάπολις συσφιγγομένη εις τας αγκάλας του Παυσιλύπου, και εζηλοτύπει ο Βεζούβιος, και εθύμωνε, και έσειε κτυπών διά του ποδός το έδαφος, και ησχύνετο επί τη ματαιοφροσύνη της ερωμένης, επί τη προς αυτήν αδυναμία του.

Η παιδίσκη έσειε τους ώμους. Δεν ήξευρε τι να ειπή. — Πώς σε λένε, κορίτσι μου; — Και την αδερφή σου; Η Φραγκογιαννού εσκέφθη· «Θα φωνάξουν τάχα; . . . Θ' ακουστή; Πού ν' ακουστή! . . . Πρέπει να κάμω γρήγορα, προσέθηκε μέσα της.

Εκ τούτων η μεν γραία ανείλκυε την σκούφιαν, την μαύρην μανδήλαν της προς τα άνω, και ανέτεινε την δεξιάν προς τον ουρανόν, η δε νέα εμειδία πικρόν μειδίαμα και έσειε την αριστεράν χείρα· η στάσις και των δύο γυναικών ενέφαινε σκληράν απανθρωπίαν, χαιρεκακίαν και φανερά εξηύχοντο και επέχαιρον, διότι η Παναγιά εισήκουσε την αράν των, κ' έβγαλε το μάτι της Ζουγράφως.

Τα θηλιάσματα λυπάσαι; Εσύ νάσαι καλά, κολλήγα, παρετήρησεν ο ποιμήν, ετοιμάζων άλλο ποτήριον. — Και το γουρνόπουλο! Προσέθηκεν ο μπάρμπα-Σταύρος. — Ναι, τώρα είπες καλά. Είπεν ο Κομποδήμος και εκένωσεν εις τον διψαλέον λάρυγγά του άλλο ποτήριον και ηρώτησε: — Να το φέρω ; Και έσειε την κεφαλήν του, ασκεπής με την κόμην ακτένιστον επαναλαμβάνων: — Σου έγεινε ένα πράμα!

Πεζεύσαντες μετά τριήμερον πορείαν εις τους προπόδας του όρους, επί της κορυφής του οποίου ηνοίγετο το σπήλαιον, ήρξαντο οι Μοναχοί ν' αναβαίνωσιν επιπόνως την απότομον ανωφέρειαν ακολουθούμενοι υπό του όνου των, όστις νηστεύων και τρέχων από της προτεραίας έσειε μελαγχολικώς την κεφαλήν του, ως ει εβαρύνετο την αθλίαν του ζωήν.