United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έδωκαν προσέτι τρία παλαιά σβάντζικα αυστριακά εις τον μαστρο-Δημητρόν τον Λογαριασμόν, όστις δεν είχε μάθει ν' αναγνωρίζη άλλο νόμισμα, όπως ψηφοφορήση υπέρ των ιδικών των. Είχε προσαχθή το πρωί φορών την κοκκίνην σκούφιαν του αποκαείς ακόμη από την εσπερινήν κραιπάλην, και δεν εχρειάσθη περισσότερον από δύο μαστίχας διά να μεθύση εντελώς.

Είτα, αφού έβαλεν εις τον κόλπον του την ημίσειαν προσφοράν «για τη συβία», φράσις εξ ης έλαβεν αρχήν και το παρωνύμιόν του, εξήλθεν υποσκάζων εκ του ιερού βήματος, κρατών εις την αριστεράν το «διά τον καφέν» ξάκρισμα, το οποίον ήρχισε και να μασσά, εμάζωξε και την φαιάν και πρώην ξανθήν κόμην του υπό την σκούφιαν, έλαβεν εκ του στασιδίου την ράβδον του κ' εξήλθεν εις την πλατείαν.

Μόλις εκάθησε παρά την πρύμνην, με την σκούφιαν του, ίσα με το αυτί, με τον στριμμένον μύστακά του, με τα τουζλούκια του, εις μέρος όπου &εδιαναστούσεν& η βάρκα, και όπου ο μπάρμπ’-Αλέξης είχε &διπλαρώσει& την βάρκαν επίτηδες, διά να τον παραλάβη, και αμέσως, πριν λύση ο ναύτης το απόγεια, πριν η λέμβος σαλεύση ακόμη, διότι ήτο γαλήνη, ο επιβάτης ήρχισε να πιάνεται από τον σκαλμόν, από την κωπαστήν, από τον ώμον του μπάρμπ’-Αλέξη, απ' ό,τι εύρισκεν.

Μόλις έλαβον καιρόν η γενειαίς της να στολίσουν την νύμφην. Τόσα καλούδια, τόσα πανωπροίκια. Είχε κεντήσει η ιδία τον ήλιον και το φεγγάρι εις τα μανίκια του μεταξωτού άλικου υποκαμίσου της. Εις την σκούφιαν της πάλιν είχε κεντήσει μεγάλην γάστραν με λουλούδια και με κλαδιά. Και εις την τραχηλιάν της είχε κεντήσει, διάφοραις κλάραις.

Ο Θόδωρος ο Μοστρόπουλος, προ διετίας μόλις αποκατασταθείς εις το χωρίον, είχε χωθή όλος εις τα πολιτικά, κ' επιτηδεύετο μέγαν ζήλον και φανατισμόν υπέρ του κόμματος. Επέτα την σκούφιαν του κατά γης, την εδάγκανε, την εποδοπατούσε, επήδα και εχόρευε από την κομματικήν ζέσιν.

Εκ τούτων η μεν γραία ανείλκυε την σκούφιαν, την μαύρην μανδήλαν της προς τα άνω, και ανέτεινε την δεξιάν προς τον ουρανόν, η δε νέα εμειδία πικρόν μειδίαμα και έσειε την αριστεράν χείρα· η στάσις και των δύο γυναικών ενέφαινε σκληράν απανθρωπίαν, χαιρεκακίαν και φανερά εξηύχοντο και επέχαιρον, διότι η Παναγιά εισήκουσε την αράν των, κ' έβγαλε το μάτι της Ζουγράφως.

Όταν ο Τρυγητής επρότεινε, τον οίνον, τον οποίον χύνουν προς τιμήν του οι κτηματίαι, να τον βάλουν εις ένα βαρέλι, να περάσουν τον χειμώνα, ο Μάρτης, πλήρης χαράς, έρριψε την εκ δέρματος κριού σκούφιαν του εις τον αέρα κ' εφώναξε θριαμβευτικώς: — Ωραία! ο Μάρτης πεντεδείλινος· και πάλι δειλινό είνε· αφού είν' έτσι, μεγαλόνω κ' εγώ της μέρες μου.

Μόνον ο τελευταίος, ο νεώτερος των ρασοφόρων, όστις δεν εφόρει καλυμμαύχιον, αλλ' εκράτει υπό την μασχάλην διπλωμένην την μαύρην σκούφιαν του, έστρεψε προς τον Αγάλλον, όχι τον οφθαλμόν, αλλά τον κρόταφον και την ούλην στοιβήν της κόμης του και το άκρον του κανθού, και τότε ο Αγάλλος έλαβε το θάρρος να προσέλθη πλησίον του και να τον ερωτήση·Ποιοι είστε του λόγου σας;

Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς σκούφιαν εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το τραπέζι, και άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν που ήσαν εις την μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη προς αυτούς και λέγει· Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη και έρχεται εδώ διά να ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την αδικίαν που του κάνης.