Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
— Να παράδες, που τη γρίνα δεν μπορείς να τη ξεχάσης και μια βραδιά. Τρέχα και πες κανενός να σου φέρη. Τι με λογιάζεις έτσι; δεν τάκλεψα· το μεροδούλι μου είνε. — Το μεροδούλι σου; κι αμέ ύστερα; ανακράζει η γριά τρεμάμενη και σαν πλαντασμένη. — Ύστερα; Έχει ο Θεός και για ύστερα. Ως από βδομάδα μπορεί να είμαι και νύφη.
Ο Θεός το έδωσε κι ό, τι δίνει ο θεός, καλό καμωμένο. Η ζωή θέλει κουράγιο, αυτή η πολυβασανισμένη ζωή. Και γυρίζει άξαφνα με την τρεμάμενη φωνή του μέσα στην κλάψα και στον πόνο της φαμελιάς του και λέει χαμογελώντας πικρά: — Ε! κουράγιο, βρε παιδιά, κουράγιο. Μη σας πήρε όλους η λιγοψυχιά. Έχει ο Θεός και για μας τους φτωχούς!...
Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς σκούφιαν εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το τραπέζι, και άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν που ήσαν εις την μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη προς αυτούς και λέγει· Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη και έρχεται εδώ διά να ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την αδικίαν που του κάνης.
Όλα είχαν πέσει μέσα σε μια τρεμάμενη σιωπή όπως μέσα σε τρεχούμενο νερό. Και ο Έφις θυμόταν τα μακρινά βράδια, τον χορό, τα νυχτερινά τραγούδια, την ντόνα Λία καθισμένη επάνω στην πέτρα στη γωνιά της αυλής, αναδιπλωμένη σαν νεαρή φυλακισμένη που ροκανίζει τα δεσμά της και σιγά σιγά προετοιμάζει την δραπέτευσή της. Κεφάλαιο πέμπτο
Χθες μόλις επήρε τη σαβούρα του, εσύναξε όλες τις προμήθιες: ψωμί, τυρί, ελιές, παστά κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και με το χάραμα έλυσε τα πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά χυμένοι έξω στο ακρωτήρι εκύταζαν, το εκαμάρωναν και το κατευόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη.
Εκείνη μ' εκύταξε αυστηρά, εστάθηκε κολοσσός εμπρός μου και με φωνή τρεμάμενη εξαναρώτησε: — Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος ; — Ζη και βασιλεύει· απάντησα ευθύς· ζη και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σαν να εχύθηκε αθάνατο ρευστό η φωνή μου στις φλέβες της άλλαξεν αμέσως το τέρας κ' έλαμψε παρθένα πάλι αγλαόμορφη.
Κι ό τι κάμανε να της ξαναρριχτούν οι αποτρελλαμένοι οι Παραμυθιώτες, πρόβαλε η βαριόμοιρη η Μιχάλαινα μαυροφόρα πάντα, κατάχλωμη και με τα μάτια κοκκινισμένα από το κλάψε κλάψε, και με φωνή τρεμάμενη τους παρακάλειε, Χριστιανούς και Τούρκους, να την αφήσουνε του Γέροντα και του Επιτρόπου.
Άλλοι που το πρωί δε σκέφτηκαν πως μπορούσε να πεινάσουν, ρώταγαν τις γυναίκες τους αν μαγέρεψαν τίποτα. Την ώρα όμως που το κόνισμα άγγιζε σχεδόν στην πόρτα της εκκλησιάς, μια φωνή τρεμάμενη μα δυνατή ακούστηκε : — Σταθήτε!... Όλοι πάψανε αμέσως· κόπηκαν οι ψαλμοί μέση· στάθηκε καθένας στη θέση του όπως βρέθηκε. Ήταν ο Τσαϊπάς που έβγαλε τη φωνή· δε μπόρεσε να κρατηθή περισσότερο.
Η Νοέμι τον περιφρονούσε, δεν του απηύθυνε το λόγο, όταν όμως ήταν μόνη τον ξανάβλεπε, σκυμμένο επάνω της, να της βρέχει το πρόσωπο με το ξύδι και τα δάκρυά του, και ξανάκουγε την τρεμάμενη φωνή του και τα λόγια του. «Θεία Νοέμι, θεία μου, θεία μου! Γιατί, γιατί έγινε αυτό;», και τα μάτια του, θλιμμένα και φλογερά όπως εκείνος ο καλοκαιρινός ουρανός, δεν έφευγαν από το μυαλό της.
Και κάπου — κάπου φωνή τρεμάμενη, του λαού ίσως, ίσως του γεροντομπασμένου βασιλιά, θρήνος γίνεται και κράζει βοήθεια το βασιλόπουλο: — Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου· δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σαν βασιλιάς!...
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν