United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Νοέμι τον περιφρονούσε, δεν του απηύθυνε το λόγο, όταν όμως ήταν μόνη τον ξανάβλεπε, σκυμμένο επάνω της, να της βρέχει το πρόσωπο με το ξύδι και τα δάκρυά του, και ξανάκουγε την τρεμάμενη φωνή του και τα λόγια του. «Θεία Νοέμι, θεία μου, θεία μου! Γιατί, γιατί έγινε αυτό;», και τα μάτια του, θλιμμένα και φλογερά όπως εκείνος ο καλοκαιρινός ουρανός, δεν έφευγαν από το μυαλό της.

Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτημπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτημπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.

Το ανθρωπάκι όμως, που μαγείρευε σκυμμένο μακαρόνια, σήκωσε τα θλιμμένα του μάτια και ο Τζατσίντο γέλασε και κοίταξε τα δοκάρια της στέγης. «Ξέρεις Έφις, τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ, ενοικιαστής αυτού εδώ του καλού άνθρωπο του Θεού, προσπάθησα στ’ αλήθεια να κρεμαστώ.

Εκείνον τον αλαλαγμό κι' όλη την λάμψι εκείνη Απ' της Κλεισούρας το μικρό εκείνο ερημοκκλήσι Αγροίκησε ο Καλόγηρος κ' είχε με μιας γνωρίσητο Μεσολόγγι τη βραδειά εκείνη τ' είχε γίνη. Με μιας πετιέταιτην κορφή και το τηράει και κλαίει Και τέτοια αναστενάζοντας λόγια θλιμμένα λέει: — Αφωρισμένος τρεις φοραίς οποίος έβαλε χέρι 'Στ' αστέρι της Πατρίδας μας, 'ςτού Γένους μας τ' αστέρι!

Δεν έχω όνομα εις τα βασίλεια που μένω, απήντησεν η φωνή θλιμμένα. Ήμουν θνητός άλλοτε, τώρα είμαι πνεύμα. Ήμουν αδυσώπητος, τώρα είμαι ελεήμων. Πρέπει να εννοήσης ότι τρέμω. Τα δόντια μου τρέμουν όταν ομιλώ· εν τούτοις τούτο δεν είναι εξ αιτίας της νύκτας αυτής που είναι ψυχρά, της νύκτας αυτής που δεν έχει τέλος. Αλλά δεν ημπορώ να υποφέρω επί πολύ ακόμη την φρίκην αυτήν.

Κάποια κοντοστεκόταν για να πετάξει ένα μικρό νόμισμα στους ζητιάνους και ο αέρας ανέμιζε τις άκρες από το κεντημένο μαντήλι της. Ο Έφις περίμενε τον ντον Πρέντου. Κατέβαιναν οι γέροντες πατριάρχες, οι σιωπηλές γυναίκες, οι νέοι με τα ευκίνητα πόδια, οι μικροί βοσκοί με θλιμμένα από τη μοναξιά μάτια∙ ο ντον Πρέντου όμως δεν φαινόταν πουθενά. Ο Έφις περίμενε.

Όλοι το διάβα σου είδανε να φεύγη σιγανό και να περνά με φόβο λες κάπου να μην αγγίση, σαν πλανημένο σύννεφο στο βραδινό ουρανό που αργογλιστρά τρεμάμενο μη, πριν αράξη, σβήση. Κι όλοι τα μάτια σου είδανε θλιμμένα και θολά, γλαρά άνθη που μαράθηκαν σ' ένα στεγνό ανθογυάλι, ν' ανοίγουν σα ν' αντίκρυζαν χαμένα και δειλά προς κάποιο πέρα μακρινό κι απόνειρο ακρογιάλι.