United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του Κρούμου το ποτήρι και του Σαράφωφ οι μαχαιριές πρέπουν καλήτερ' από τούτο στη σοφία σας... Ελάτε, παιδιά· είπε γυρίζοντας στους σκαφτιάδες· στο νώμο και σπίτι· δε θέλουμε άλλο ηύρεμα σήμερα· μας φτάνει η Δόξα ... Τράβηξε μπροστά με το κεφάλι ολόρθο· ακατάδεχτος πια στη γη και στους κατοίκους της. Τον ακλούθησε ο Κουτρουμπής κι ο Μπαλαούρας συζητώντας, ακόμη για τόνομα του αγαλμάτου.

Αφού απόθεσε το φόρτωμά του εις την αυλήν, ακλούθησε τον υπηρέτην του πλουσίου, ο οποίος τον έφερεν εις μίαν λόντζαν μέσα εις το περιβόλι, εκεί που ήταν όλοι οι καλεσμένοι καθήμενοι ολόγυρα εις ένα πλουσιοπαροχώτατον τραπέζι, στολισμένον με πολυποίκιλα φαγητά και ποτά· ο αυθέντης του συμποσίου τον εκάθησε πλησίον του εις το τραπέζι και τον επαρακάλεσε να συγχαρή και αυτός μαζί με τους άλλους εις το συμπόσιον και ο κόπος του δεν είναι χαμένος.

Τσίριξε η γριά, ποιος την ακούγει! Τράβηξε και ξαναπήγε ίσια στα Τούρκικα. Το τι ακλούθησε την αποταχινή, δύσκολο δεν είνε να το μαντέψουμε τώρα. Βρέθηκε ο Μιχάλης ξερός ολίγο παρέξω από την πόρτα του πηγαινάμενος νανταμώση την κυρά Φρόσω στην εκκλησιά, νανάψουν ένα καντήλι στου Δημήτρη το μνήμα. Οι ίδιες ιστορίες, το ίδιο κακό, το ίδιο βουητό.

Ο γέρος έτρεμε από οργή, αλλά δεν άνοιγε το στόμα του∙ ο άλλος είχε ξαναπάρει τη θέση του και είπε λυπημένα ότι δεν ήξερε τίποτε, ότι δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ότι ένοιωσε κάποιον να πέφτει επάνω του σαν τοίχος που καταρρέει. Τους σήκωσαν και τους απομάκρυναν. Ο κόσμος τους ακλούθησε σαν σε λιτανεία.

Έπειτα έρριξε χάμω το ραβδί του, σα νάρριχνε το σπασμένο του σπαθί και μπήκε στο γραφείο ψιθυρίζοντας ακόμα: — Στάχτημπούλμπερη θα τον κάνω· στάχτημπούλμπερη, να μου το θυμάσαι. Ο Δημητράκης τον ακλούθησε με θλιμμένα μάτια ως που έκλεισε πίσω του την πόρτα. Έπειτα σταύρωσε τα χέρια, έγειρε το κεφάλι και κατέβηκε αργά τη σκάλα.