United States or Equatorial Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού απόθεσε το φόρτωμά του εις την αυλήν, ακλούθησε τον υπηρέτην του πλουσίου, ο οποίος τον έφερεν εις μίαν λόντζαν μέσα εις το περιβόλι, εκεί που ήταν όλοι οι καλεσμένοι καθήμενοι ολόγυρα εις ένα πλουσιοπαροχώτατον τραπέζι, στολισμένον με πολυποίκιλα φαγητά και ποτά· ο αυθέντης του συμποσίου τον εκάθησε πλησίον του εις το τραπέζι και τον επαρακάλεσε να συγχαρή και αυτός μαζί με τους άλλους εις το συμπόσιον και ο κόπος του δεν είναι χαμένος.

Δεν εκρατήθηκα περισσότερο. Έλειπεν ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξείδι. Εμίσευε τότε και ο καπετάν Καλιγέρης ο θείος μου για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον επαρακάλεσε κ' η μάνα μου από φόβο μην αρρωστήσω· μ' επήρε μαζί του. — Θα σε πάρω, μου λέγει, μα θα δουλέψης· το καράβι θέλει δουλειά. Δεν είνε ψαρότρατα νάχης φαγί και ύπνο. Ετρόμαζα πάντα τον θείο μου.

Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν.

Αν ο Καλίφης έμεινεν εκστατικός εις τα όσα είδεν, αυτή έμεινε πολύ περισσότερον, και ο μεγαλύτερος της θαυμασμός εστάθη εις το να ιδή τους δύο νεκρούς βασιλείς με την πλάκα γραμμένην εις τους πόδας· και, αφού την ανέγνωσεν, είδε την βασίλισσαν, που είχεν εις τον λαιμόν μια αρμαθιά από μαργαριτάρια, χονδρά ωσάν αυγά περιστεράς· τα οποία κυττάζοντάς τα με επιθυμίαν την απείκασεν ο Αμπτούλ, και ευθύς τα έβγαλεν από τον λαιμόν της βασίλισσας, και τα έβαλε της βεζυροπούλας, λέγοντάς της ότι από ετούτα θέλει πιστωθή ο πατέρας σου, πως είδες τον θησαυρόν μου· και ύστερον την επαρακάλεσε, διά να πάρη ότι άλλο αγαπά από εκείνα που βλέπει.

Στην Πόλη αποφάσισε να τον βγάλη και γι' αυτό εναυτολόγησε εμένα. Ο Ανέστης όμως ήξευρε πως είχε φαμελιά επάνω του και ηθέλησε να τον σώση. Είπε στον καπετάνιο πως ηύρε δουλειά έξω και θ' άφινε το καράβι. Τον επαρακάλεσε στη θέσι του να κρατήση τον Κεφαλλωνίτη. Εκείνος εκατάλαβε τη θυσία, αγαπούσε και το παιδί γιατ' ήταν σωστός δουλευτής· εμετανόησε. Εκράτησε τους δυο, εκράτησε κ' εμένα.

Ο δε Καραϊσκάκης αποκριθείς μετριοφρόνως και αποδώσας την αιτίαν της μεταξύ των διαφωνίας εις τα αφεύκτως επακολουθούντα την ανθρωπίνην αδυναμίαν λάθη, τους επαρακάλεσε να ήναι πρόθυμοι εις τον μέλλοντα αγώνα και να συνεργασθώσιν ως αδελφοί με ομόνοιαν και καθαρότητα καρδίας.

Και παύοντας οι γάμοι, ο Καλάφ επαρακάλεσε τον βασιλέα της Κίνας, διά να στείλη να φέρουν τον πατέρα του και την μητέρα του, που ήτον εις το βασίλειον της φυλής της Μπρέλας· οι οποίοι και εις ολίγον καιρόν έφθασαν εκεί, και εχάρηκαν την μεγάλην ευτυχίαν του υιού τους.

Ενώ δε εγίνετο λόγος περί τούτου μεταξύ των αξιωματικών του στρατοπέδου, ο Βάσος επιθυμών να εκπλύνη το προσαφθέν εις αυτόν όνειδος της ανανδρίας με κανέν λαμπρόν κατόρθωμα, επαρακάλεσε τον Καραϊσκάκην να τον διορίση, να κατασκευάση εις την θέσιν ταύτην κανέν οχύρωμα.

Λοιπόν, το μετανόησε, έτρεξε στον εξάδερφό της, και τον επαρακάλεσε να της χαλάση το έγγραφο το «οικονομικό». Ο ξάδερφος όμως δεν φαίνεται να είχε πολλά υγρά μέσα του· αρνήθηκε, σκληρύνθηκε, κ' είπε πως το σπίτι ήτον δικό του...

Η βασίλισσα ηξεύροντάς την αθωότητά του, δεν τον ωνείδισεν εις τα όσα της έκαμεν, αλλά μετά μεγάλης αγάπης τον εδέχθη, και τον επεριποιήθη ωσάν άνδρα της αγαπημένον. Αφού δε εχάρηκαν αναμεταξύ τους εις την ξαναντάμωσιν, η βασίλισσα τον επαρακάλεσε να της ειπή το πώς εκατάλαβε τον δόλον της μάγισσας και τα ακόλουθα.