United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια δυο φορές μάλιστα πήγανε να σφαγούν με τα μαχαίρια του τραπεζιού, αν δεν τύχαινε η μάννα τους να τους χωρίση. — Το σπίτι μου είνε ναός και δε θ' αφήσω να το πατήση το γουρνοτσάρουχο! επρόσθεσε τώρα, κυττάζοντας περήφανα τους σοφούς συντρόφους του.

Πώς αλλοιώς θα την κάμη να πονέση περισσότερο, να πνιγή στα δάκρυα, να μαραθή από τη λύπη; Εστρηφογύρισε την εικόνα στα χέρια της με κάκια και χαρά, την κομμάτιασε κ' έρριξε τα κομμάτια απάνου της. — Να, μωρή, φά' τα! είπε. Κ' έκλεισε την πόρτα πίσω της δυνατά Η Ασημίνα έκατσε στο κρεββάτι κυττάζοντας τα κομμάτια με χαύνες ματιές. Ένα κραχ! αιστάνθηκε μέσα της.

Οι κύριοι ό,τι και να πουν έχουν δίκιο· είπε τέλος κυττάζοντας τον Αριστόδημο· είνε σοφοί, είνε και ξένοι· δυο πράματα που τους δίνουν δικαίωμα να σκέφτωνται πολύ διαφορετικά από μας. Αν αύριο έρθη πάλε ο Χαγάνος ή όποιος άλλος και μας πάρη το χτήμα και το σπίτι, τι θα χάσουν οι κύριοι; — Τα βιβλία μας! — Τα βιβλία μας! γιατί; Είνε τόσο δικά μας, όσο και δικά τους· ανήκουν σ' όλον τον κόσμο.

Τούτου γενομένου ο αράπης με άγριον βλέμμα κυττάζοντας τους παρεστώτας ανεχώρησε, και εμβήκεν εις τον ίδιον τοίχον, και έκλεισεν ο τοίχος ως και πρότερον.

Χίλιες φορές πήρε φαλάγγι τους εχθρούς του, ποτάμια έχυσε το αίμα τους στη γη. Μα ήταν οι εχθροί ασκέρι και δεν είχανε σωμό. Μα και το βασιλόπουλο με τα παλικάρια του αποσταμό δεν είχε. Στον καιρό αυτό μεγάλη ταραχή γίνηκε μες στο παλάτι. Η γρηά η βασίλισσα, κυττάζοντας μια μέρα τους θησαυρούς της, έλαβε μεγάλη τρομάρα. Τα μαργαριτάρια της, που άλλα στον κόσμο δε βρισκόντανε, ήτανε χαμένα.

Μα η φωνή του έσβυσε ασυντρόφιαστη και τα μικρά παιδιά έστεκαν άλαλα, κυττάζοντας το φοιτητή με απορία και θυμό. Ο ψάλτης αναψοκοκκίνισε. Δεύτερος μπάτσος πάλε αυτός. Κανείς δεν τον άκουε. Ο φοιτητής του έπαιρνε και τη δύναμη· τον ρεζίλευε! Μα τις εδεκεί λοιπόν θα τ' αφήσουν το κόνισμα για να γίνη το κέφι του!

Μια μέρα, εκεί που περπατούσε κορδωμένος, κυττάζοντας τον ήλιο, γλύστρησε κάπου, παραπάτησε, σαλεύτηκε απάνω στα ποδαράκια του κ' έπεσε κάτω στα βράχια. Πήγανε και τον βγάλανε σκοτωμένο, με το μεγάλο κούτελο ματωμένο, με τα κοκκαλάκια του σπασμένα. Τον βάλανε απάνω σ' ένα σανίδι και τον σηκώσανε να τον πάνε στο σπίτι του.

Γιατί τον υπωπτευόντανε ότι αυτός είχε συμβουλέψει την πανουργία. Αλλά ο Τριστάνος, κυττάζοντας τη χρυσή τρίχα, θυμήθηκε την Ιζόλδη την Ξανθή, εχαμογέλασε και μίλησε έτσι: «Βασιλέα Μάρκε, κακά και άδικα φέρεσαι. Δε βλέπεις ότι η υποψίες των αρχόντων από δω με εξευτελίζουν; Αλλά μάταια ετοίμασες αυτό το τέχνασμα: Θα πάω να ζητήσω την ωραία με τα χρυσά μαλλιά.

Δεν αφίνεις, αδερφέ, και λίγο αυτά τα παλιόχαρτα να ιδής τι γίνεται γύρω σου· Μα το σταυρό άμα μπαίνω εδώ μέσα μου φαίνεται πως μπαίνω σε τάφο. — Κ' εμείς, βέβαια, σας φαινόμεθα τυμβωρύχοι· είπε με ειρωνικό χαμόγελο ο Περαχώρας, κυττάζοντας τους συντρόφους του.

Ο ρήτορας αυτός, κυττάζοντάς τον λοξά, του είπε: — Τι έρχεστε να κάμετε εδώ. Σας έφερε κανείς καλός σκοπός; — Δεν υπάρχει διόλου αποτέλεσμα χωρίς αιτία, απάντησε με μετριοφροσύνη ο Αγαθούλης· όλα είναι αλληλένδετα αναγκαστικά και κανωμένα για τον καλύτερο σκοπό.