Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Έτρεξα ευθύς και εγέμισα το φακκιόλι μου νερόν και της το έφερα· και αφού έπιεν άνοιξε τους οφθαλμούς της και κυττάζοντάς με μου είπε· Μουσουλμάνε, βλέπω που ο Προφήτης σε εξαπέστειλε διά να με συντρέξης· πάσχισε σε παρακαλώ το λοιπόν διά να σταματήση το αίμα από τες πληγές μου.

Η Νίκη μας έφυγε· η Δόξα όμως μένει και θα μένη στους αιώνες δική μας. Ναι· είνε ωραίο· είνε τέλειο καλλιτέχνημα! Χύθηκε απάνου στάγαλμα, τ' αγκάλιασε σφιχτά και του φίλησε με πάθος το κρύο μέτωπο. — Για σένα τους χαρίζω κάθε αληθινή δόξα· εψιθύρισε τρυφερά κυττάζοντας το μάρμαρο. Πού είσαι τώρα, Περαχώρα, Γκενεβέζο, Αλαμάνο! εφώναξε απλώνοντας το χέρι του. Καλά κάματε και φύγατε· πολύ καλά.

Ζερβόδεξα κοντά στο κεφάλι της, κάθονταν σταυροπόδι ο Δημητράκης κ' η Ελπίδα. Κάθονταν ακκουμπώντας στην παλάμη το πρόσωπο και κυττάζοντάς την προσεχτικά, σα να πρόσμεναν τα λόγια της. Επίσης ζερβόδεξα στα πόδια της κάθονταν ο γέρο Μαλαματένιος κ' η γριά του σκυφτοί κι αμίλητοι, σα να κρατούσαν τη σκεπή απάνου τους.

Να κολλήσουμε απάνω της σαν τον αγριόγατο στ' άλογο που πηλαλεί. Να τρέξουμε μαζί της, να πηλαλήσουμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας· κατάλαβες; — Κατάλαβα πως δε σκαμπάζεις ντιπ! — Σκαμπάζεις! ώ! ... έκαμεν ο Περαχώρας, αφίνοντας το μολυβοκόντυλό του και κυττάζοντας τον Αριστόδημο παράξενα. — Τι λέξη βάρβαρη είνε αυτή ; τον ρώτησε ο Γκενεβέζος.

Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια. Κι αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάσθηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα,... πούνε ο Λάμπρος;

Οι γυναίκες, που με ντύνανε και με ξεντύνανε πέφτανε σ' έκσταση κυττάζοντάς με από μπροστά κι' από πίσω. Αρραβωνιάστηκα μ' έναν πρίγκηπα της Μάσσα-Καρράρας. Τι Πρίγκηπας! Τόσο ωραίος όσο κ' εγώ, καμωμένος από γλυκάδες και χάρες, λάμποντας από πνεύμα και καίοντας από έρωτα.

Ναι... ευχαριστώ· εψιθύρισε ο Αριστόδημος. — Είνε αλήθεια λυπηρό· μα τι να γίνη; του ξανάειπε ο πάρεδρος, κυττάζοντάς τον με τα μικρά και πονηρά ματάκια του· αυτά 'χει ο κόσμος. Πέθανε στο σπίτι της Ελπίδας ναι, το μάθαμε· προτίμησε το μικρότερό της γιο. Ε, έτσι είνε οι μαννάδες· τη μοιράζουν και την αγάπη· τη μοιράζουνε.

Η Ασημίνα, σφίγγοντας το κεφάλι της με τα δυο της τα χέρια, σαν νάθελε να κρατήση τα συλλογικά της, προχώρησε κατά το κρεββάτι του αντρός της, κάθησε δίπλα του στο σκαμνί κι' ακούμπησε το πρόσωπό της απάνω στα γόνατα του, πιάνοντάς του το χέρι. Εκείνος της το τράβηξε απρόσεχτα. Ύστερα ανασηκώνοντας το κεφάλι και κυττάζοντας τον άντρα της με μια σβυσμένη ματιά, αναστέναξε.

— Η συγγενής σας ; εφώναξε ο Περαχώρας, κυττάζοντας προσεχτικώτερα την κόρη. — Όχι· δηλαδή ναι, συγγενής μας· εμάσισε ο Αριστόδημος· μα δεν έχουμε καμιά σχέση μαζί της. — Πώς, αφού είνε συγγενής σας; τον ρώτησε ο Αλαμάνος. — Μακρινή συγγένεια· είνε αίμα μας αλλά νοθεμένο. — Ξέρω, ξέρω· τον έκοψε ο Περαχώρας· τη μητέρα της την ατίμασε κάποιος Χαγάνος.

Τόνομα του Μπούμα έπεσε σαν αστροπελέκι μες στη σιγαλιά του κοιμισμένου γιαλού. Οι βιολιτζήδες κιτρίνισαν. Η φωνή τους εκόλλησε στο λαρύγγι. Ανασηκώθηκαν ξαφνιασμένοι σαν να περνούσαν μπροστά τους τα Άγια Μυστήρια. — Ο Μπούμας! μουρμούρισαν κυττάζοντας ο ένας τον άλλον.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν