United States or Saint Vincent and the Grenadines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήθελε να δείξη πως το σκέφτεται καθόλου, μα μέσα του δούλευε το σκουλήκι. Δεν έβλεπε με καλό μάτι το γάμο. Η δραστηριότη του Δημητράκη από καιρό τον ανησυχούσε· στην προκοπή εκεινού έβλεπε φως φανερά το δικό του θάνατο. Τόβλεπε αυτός όπως τόβλεπε κι ο Χαγάνος. Μα δεν ήθελαν να το φανερώσουν. Ο Αριστόδημος όμως έπιασε γι' αυτούς μεγάλη φιλονεικία με τον αδερφό του.

Ελθόντος δ' εν τω μεταξύ άλλου δούλου, όστις ανήγγειλεν ότι ο Σωκράτης είχε παραμερίσει και εστέκετο εις το πρόθυρον της γειτονικής οικίας και ότι, μολονότι τον εκάλεσε, δεν ήθελε να έμβη μέσα, — Παράξενον, είπεν, αυτό πού λέγεις. Πήγαινε πάλιν να τον καλέσης και να μη τον αφήσης έως ότου να έλθη. Αλλ' ο Αριστόδημος τότε παρεμβάς, — Όχι, είπεν· αφήσατέ τον ήσυχον.

Οι σοφοί ανταπόδωκαν το φιλοφρόνημα μ' ένα τους χαμόγελο και προσηλώθηκαν πάλε στη μελέτη τους. — Κι αν ο τάφος ήταν των προγόνων μας; ερώτησε ο Αριστόδημος τον αδερφό του κάπως θυμωμένα. — Και των προγόνων μας να ήταν πάλε μούχλα θα μύριζε· απάντησε εκείνος αμέσως. Τι τα θες, ο τάφοςτάφος είνε κι ας έκλεισε μέσα του τον Μέγαν Αλέξαντρο. Είνε καλός για τούτους τους σοφούς.

Είμεθα δύο, απήντησεν ο Σωκράτης, και είτε ο ένας είτε ο άλλος θα εύρωμεν τι να ειπούμεν. Αλλ' ας πηγαίνωμεν. Τοιαύτα περίπου ειπόντες, επηγαίναμεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος. Ο Σωκράτης εν τούτοις γενόμενος σκεπτικός καθ' οδόν έμενεν οπίσω, όταν δε εστάθηκα διά να τον περιμένω, μου επαράγγειλε να προχωρήσω εμπρός. Έτσι έφθασα εις την οικίαν του Αγάθωνος, όπου ευρήκα την θύραν ανοικτήν.

Όταν πρωτόειδε ο Χαγάνος πως του πατάει το χτήμα ρίχτηκε να τον πετσοκόψη. Μα εκείνος με τις μαγλειφιές του τον καταπράυνε. Και τώρα; όχι μοναχά τον συμπάθησε μα του παραχώρησε κι άλλο να καλλιεργήση. Κολλήγα του τον έκαμε. Μερδικό θέλει, κι ας γίνη ό,τι γίνη. Για ιδές. Ο Αριστόδημος στύλωσε τα μάτια του κατά το χτήμα του Χαγάνου.

ΗΡΑ. Τι άλλο λοιπόν μπορεί να συμβαίνη; Αφού δεν έχεις τοιαύτας αφορμάς θλίψεως δεν εννοώ διατί από Ζευς μας παρουσιάζεσαι σήμερον ως Πώλος ή Αριστόδημος ΖΕΥΣ. Χθες ο Τιμοκλής ο Στωικός και ο Επικούρειος Δάμις δεν ξέρω πώς ήρχισαν και κατέληξαν εις συζήτησιν περί θείας προνοίας ενώπιον πολλών και διακεκριμένων ανθρώπων• τούτο δε προ πάντων μ' εστενοχώρησε.

Όχι μα τον Δία, είπον εγώ, αλλ' εκείνος που τα είπε και εις τον Φοίνικα, δηλαδή ένας κάποιος Αριστόδημος Κυδαθηναιεύς, ένας κοντούλης και ξυπόλυτος πάντοτε. Αυτός ήτον, όπως εγώ νομίζω, ένας από τους θερμοτέρους της εποχής εκείνης θαυμαστάς του Σωκράτους και ήτο παρών κατά την συναναστροφήν.

Εδώ μέσα κρύβεται η μεγαλοδύναμη ψυχή τους. Μη λυπηθής ούτε κόπους, ούτε βάσανα για να τη γνωρίσης. Φρόντισε να μπολιάσης μ’ εκείνη το αίμα σου. Έτσι, ακούς, θα φτάσης γρηγορώτερα στο σκοπό μας. Ο Αριστόδημος τάδεσε στο μαντήλι τα λόγια του πατέρα του. Μόλις μεγάλωσε, ρίχτηκε με τα μούτρα στα βιβλία.

Κ' έπειτα ; — Δεν ξέρω· εψιθύρισε με παραπονεμένη ειλικρίνεια· θαρρώ πως χάνω άδικα τους κόπους μου. Ήταν έξυπνος άνθρωπος ο Αριστόδημος. Τύχαινε καμιά φορά να σηκώνη το παραπέτασμα και να βλέπη με αθόλωτο μάτι τον κόσμο. Και τον έβλεπε όλως διόλου αντίθετον απ' ό,τι τον είχαν ζωγραφίση η πρόληψη κ' η παράδοση της γενιάς του.

Την ίδια στιγμή φάνηκε μακρυά κι ο Αριστόδημος. Ερχόταν αργά με το κεφάλι κάτω, αναμαλλιάρης κι αχνός σα να γύριζε από κηδεία. — Έσπασε η μύτη σας αφεντικό; τον ερώτησε με σεβασμό ένας βλέποντας τα αίματα. — Μπα, δεν είνε τίποτα· αποκρίθηκε με φανερή μετριοφροσύνη εκείνος σφουγγώντας τη μύτη του σαν νάκρυβε τα παράσημά του. Να, εκειός ο Περαχώρας, δεν ξέρεις τι αδέξιος καβαλλάρης που είνε!