United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγε του· ψιθύρισε κείνη με φανερή ανησυχία, σα να μάντευε πως το κατιτί του ήταν πολύ σοβαρό και για τους δυο. Ο Δημητράκης στάθηκε λίγο σκυφτός, ξεροκατάπιε κ' έπειτα γρήγοραγρήγορα σα να φοβόταν μην τον αντισκόψη κανείς. — Να γένης γυναίκα μου· είπε δυνατά. Κ' επειδή την είδε να χαμηλώνη τα μάτια ροδοπρόσωπη και ν' αναδεύη τα χείλη κάτι για να ειπή, εκείνος άπλωσε το χέρι να την εμπόδιση.

Ο μάγος βλέπει το έθνος, και τότες πια και το έθνος βλέπει το ίδιο τι είναι, βλέπει τι αξίζει. Η ψυχή του μεγαλώνει και γίνεται φανερή. Τέτοια πανάγια δουλειά κάμνει η φιλολογία, η ελαφρά φιλολογία, που δεν είναι λαφριά και που δεν είναι μπόσικο παιχνιδάκι. Φτειάνει έθνος και φωτίζει από μέσα τους λαούς. Παρίσι 1891.

Την ίδια στιγμή φάνηκε μακρυά κι ο Αριστόδημος. Ερχόταν αργά με το κεφάλι κάτω, αναμαλλιάρης κι αχνός σα να γύριζε από κηδεία. — Έσπασε η μύτη σας αφεντικό; τον ερώτησε με σεβασμό ένας βλέποντας τα αίματα. — Μπα, δεν είνε τίποτα· αποκρίθηκε με φανερή μετριοφροσύνη εκείνος σφουγγώντας τη μύτη του σαν νάκρυβε τα παράσημά του. Να, εκειός ο Περαχώρας, δεν ξέρεις τι αδέξιος καβαλλάρης που είνε!

Και χωρίς να πάρη το καπέλλο του έτρεξε στη σκάλα, την κατέβηκε γοργά και χάθηκε μέσα στον κήπο. Δεν πέρασε στιγμή και φάνηκε κάτω από μια καρποφορτωμένη μηλιά· Κρατούσε στα χέρια του την κόρη και την σήκωνε ψηλά για να του φτάση μήλα. Εκείνη έβαζε μικρά ξεφωνητά και γέλοια, πότε από χαρά και πότε από φόβο και σήκωνε τα χέρια με φανερή προσπάθεια, να φτάση το πιο καλόχυμο πωρικό.

Ου, καϋμένε! πάψε πια τις σαχλαμάρες κι ανάγκασε. Δε βλέπεις που μας πήρε η νύχτα! — Σαχλαμάρες. ... σαχλαμάρες... μα τι οργή Θεού τούτος ο κόσμος! και την πιο φανερή αλήθεια τη σιχαίνεται!. .. Ο γέρο Μαλαματένιος σήκωσε πάλι στο νώμο τον αργαλειό και πήρε τον κατήφορο. Σήκωσε κ' η γριά του το μπόγο κι' άρχισε να κατεβαίνη τρικλίζοντας κι αγκομαχώντας.

Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια κι' όξω απ' τη θήκη γύμνωνε τη σπάθα, να τη! φτάνει η Αθηνά οχ τον ουρανό, τι στάλθηκε απ' την Ήρα, 195 που συλλογή ίση και των διο τους είχε κι' ίση αγάπη. Και στέκει πίσω του, του αρπάει τα καστανά μαλλιά του, σ' αφτόν μονάχα φανερή, ανέφαντη στους άλλους.

Σήκωσε τέλος τα μάτια του και κύτταξε την κόρη με φανερή απογοήτεψη. — Ξέρεις τι συλλογιέμαι; τη ρώτησε. — Τι; — Τα χρόνια πόχασα... Όλα όσα μου διάβασες τα διάβασα, θυμούμαι κ' εγώ σαν ήμουν παιδί. Μα ξέρεις πώς μου φαίνονταν; μου φαίνονταν... πώς να στο ειπώ;... να, βιβλία!... Από την άλλη μέρα άρχισε να συχνομπαίνη και στο γραφείο τ' Αρχαιολόγου.

Αυτός, επειδή αισθανόταν φανερή αντιπάθεια προς την πράξη, συχνά με είδος αγανακτήσεως, που ήταν εντελώς ξένη στο χαρακτήρα του, είχε δώσει να εννοήση ότι είχε αιτίες ν' αμφιβάλλη πολύ για την αλήθεια μιας τέτοιας πρόθεσης· είχε κάμει μερικές αστειότητες γι' αυτό και είχε εκφράσει τη δυσπιστία του στην Καρολίνα.

Μπρε! έκαμε ο Χαγάνος, με φανερή συγκίνηση. — Το τι έγινε σήμερα το μεσημέρι εκεί κάτω δε μολογιέται, αφέντη· εξακολούθησε ο δούλος. Το είδα και με πήρανε τα δάκρυα. — Και ξέρεις, αφέντη, πως δεν είμαι από κείνους που δακρύζουν εύκολα. Μα κι' η αφεντιά σου να ήταν εκεί, το ίδιο θάκανε. — Εγώ; ποτέ! είπε ο Χαγάνος σουφρώνοντας τα φρύδια. Μα τι έγινε;

Μια εσήκωσε τους ώμους της κ' εζάρωσε τα χείλια με φανερή δυσπιστία, άλλη κάτι εμουρμούρισε και άλλη πάλι εστεκώτανε μπροστά του με σταυρωμένα χέρια σαν νάλεγε — «δεν το κουνώ από δω, α δε λάβω τον παρά μουΕίδε αυτά όλα ο ναύτης και υποσχέθηκε να πουλήση ό,τι κι' αν είχε να της ξεπλερώση, να ελαφρωθή από το βάρος.