United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα ο ήλιος έπιπτε, καθώς έκλινε προς δυσμάς, εις το μέρος του λάκκου, κ' έκαιε πολύ. Η αγγαρεία εγίνετο δυσκολωτέρα. Εν τοσούτω έσκαψαν ακόμη ως δύο ώρας, πότε ο Νικολός πότε ο Γιαννιός. Πτυάριον δεν υπήρχε, και ανεβίβαζον το χώμα με τας δράκας. Η γη εγίνετο σκληρότερα, πετρώδης, ή σχιστολιθοειδής. Ήτο κόπος και πόνος. Τους ώκτειρα, και ήθελα να σκάψω. Αλλ' ήμην αδέξιος.

Την ίδια στιγμή φάνηκε μακρυά κι ο Αριστόδημος. Ερχόταν αργά με το κεφάλι κάτω, αναμαλλιάρης κι αχνός σα να γύριζε από κηδεία. — Έσπασε η μύτη σας αφεντικό; τον ερώτησε με σεβασμό ένας βλέποντας τα αίματα. — Μπα, δεν είνε τίποτα· αποκρίθηκε με φανερή μετριοφροσύνη εκείνος σφουγγώντας τη μύτη του σαν νάκρυβε τα παράσημά του. Να, εκειός ο Περαχώρας, δεν ξέρεις τι αδέξιος καβαλλάρης που είνε!

Συγγνώμην .. συγγνώμην... φαίνεται πως σας χτύπησα· είπε ο Περαχώρας. — Μπα, καθόλου .. . Και για να κρύψη τον πόνο του, άρχισε τα γέλοια και τους μορφασμούς σαν παλιάτσος. Σύγκαιρα τον πήραν τα αίματα κ' έφερε το μαντήλι στη μύτη του. — Ω! σας μάτωσα λοιπόν! είπε με θλίψη ο Περαχώρας, προσπαθώντας να κατεβή από τ' άλογο. Μα τι αδέξιος καβαλλάρης που είμαι!

Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

Το ταχύ και φευγαλέον του νου σου άρμα, κατέχει δύναμιν υπερκόσμιον, ην κακώς εχειρίσθης και κακώς δι' αυτού επορεύθης· και οι ίπποι οι ατίθασσοι παρεξέκλινον της οδού της μεγάλης, ο δε αδέξιος Φαέθων επυρπόλησεν, αντί να φωτίση, τον κόσμον, και διαρκώς αυτόν πυρπολεί.

Άλλως ήτο τόσον σκαιός και αδέξιος, όσον και ειλικρινής, και όχι μόνον δεν ηδύνατο να είπη ψεύδος, αλλ' ουδέ την αλήθειαν ηδύνατο να εκφράση, αν αύτη ήτο κολακευτική προς πρόσωπόν τι. Νέος προς νέαν, αγνός προς αγνήν, πένης προς άπορον, δεν ηδύνατο να έχη πλήμμυραν λόγων ουδέ φιλοφρονήσεων. Την καρδίαν του μόνην είχε, και αύτη δεν ηδύνατο ν' αναβή μέχρι των χειλέων.

Πώς μου τα είπες; Τάκαμα όλα σαλάτα μέσατο κεφάλι μου, όπως κι' επάνωτο τραπέζι μου. Εδώ έγεινε, βλέπεις, σωστό εμπορικό. — Δεν μου είπες πως τα θυμάσαι ψες, που σου τα είπα πέντε φοραίς; Όλως διόλου αδέξιος, καϋμένε Σπύρο; Γι' αυτό τα πρόκοψεςτο εμπορικάκι. — Μα ένα σωρό πράγματα! Ανακατώθηκαντο κεφάλι μου όπως καιτο τραπέζι μου.

Φαίνεται ότι απεπειράτο να της εκδηλώση έρωτα· και την εσπέραν εκείνην θελήσας να μιμηθή τους άλλους νέους, οίτινες παραμονεύοντες περί την εσπέραν την διάβασιν των επιστρεφουσών από την βρύσιν νεανίδων, τας επείραζον ρίπτοντες ελαφρά λιθάρια κατά των σταμνιών, της έσπασε το σταμνί ο αδέξιος. — Μα δεν είπανε πως ελογόστεσε την Πηγή του Θωμά;