United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εδώ έκοψε μηχανικώς ολίγον άρτον, ως εάν ήθελε να εξακολουθήση το φαγητόν της· αλλά πριν τον θέση εις το στόμα, ητένισε πάλιν διά του παραθύρου, είδε τον αείρροον Βόσπορον, είδε τα παλινοστούντα σκάφη, και στενάξασα εκ μέσης καρδίας επανέλαβεν αργά και θλιβερά: — Έτσι περνούν τα χρόνια, και γυρνούν τα πράγματα! Απ' εκεί που εφοβούμουν δεν έπαθα τίποτε· και απ' εκεί που ήμουν ήσυχη ήλθε το κακό!

Λένε πως οι ετοιμοθάνατοι, πριν αφήσουνε την τελευταία πνοή, βλέπουνε να περνά μπροστά τους η ζωή τους ολάκερη και πως όλα όσα ζήσανε τα ξαναβλέπουνε με νέο φως. Απομέρος μου γνωρίζω πως την τελευταία νύχτα, όταν ξημέρωσε τόσο αργά και τα παιδιά κουρασμένα πια πήγανε να ησυχάσουν, είδα όπως δεν την είδα ποτέ προτήτερα και τη δική μου ζωή κι όλα όσα ζήσαμε μαζί εκείνη και γω.

Και είπον προς αυτήν: — Ευλογημένη! Σοφία είσαι συ η πάνοπλος, η σιδηρόφρακτος κατακτητής; Τι θέλει το δόρυ εις χείρας γυναικός; Αντί να εξέλθης, με κίνδυνον να τυφλώσης τον κόσμον, προτιμότερον δεν ήτο να έμενες ακόμη εντός του κρανίου και να έκλωθες την ρόκαν σου; Εκλονίσθη η πεποίθησίς της και κατεβίβασε το δόρυ· αλλ' ήταν αργά.

Αργά ξανάρθε ο ελληνικός ο ηρωισμός, παιδί μου, κ' έπεσε και χάθηκε μέσα σταπέραντο εκείνο το αίμα». Και λέγοντας αυτά δάκριζε ο Παΐσιος. Ο μικρός τότε τον κοίταζε κατάματα και σώπαινε. Και σαν τον κοίταξε καλά καλά, πετιέται άξαφνα και του λέει·Έννοια σου, θειέ μου, και θα φυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος. Εδώ τελειώνει το πρώτο το κεφάλαιο του παραμυθιού.

Κώστα, αγαπημένε μου, είμαι δική σου και είσαι δικός μου... Κ ώ σ τ α ς. Όχι, δικός σου. Όχι. Είναι αργά πειά. Όλες η γυναίκες αγαπούν το ίδιο. Όμως όλες δεν ξέρουν να λένε ψέματα, όπως εσύ. Τώρα δεν τα πιστεύω πειά τα μάτια σου. Είναι μάτια πονηρά και ψεύτικα. Ε λ έ ν η. Είσαι κακός, Κώστα. Είσαι άδικος· χωρίς καρδιά.

Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά σπηλάδια. — Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά. Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις φρεγάδες.

Αχ, είταν αργά πια τότες, η αρβανιτιά το είχε τριγυρισμένο το σπήλιο και το μπομπάρδιζε. Κ' ένας μονάχος, που γλύτωσε από το μαρτύριο που ακολούθησε κατόπι και γύρισε στο ρημαγμένο το χωριό, την αντάμωσε κρυφά τη σκλαβωμένη τη Μαριγή και της τα είπε τα στερνά τα λόγια του Μανουσάκη.

Λυπήθη τότε ο Αστροπιός πεσμένο σαν τον είδε, και τρέχει τους οχτρούς κι' αφτός με πάθος να χτυπήσει, μα αργά το σκέφτηκε, γιατί παντού ασπιδοφραγμένοι στέκανε γύρω στο νεκρό με πρόβαλτα κοντάρια. 355 Τι ο Αίας έτρεχε παντού, τους θάρρυνε τους μίλαε, οχ το νεκρό τους σύσταινε κανείς μήτε ένα βήμα να μην κωλώνει ή χώρια ομπρός να πολεμά απ' τους άλλους, Μον γύρω να βαρούνε εκεί κατάκοντα στημένοι.

Την ώραν εκείνην ακόμη γέρων τις διήρχετο την αγοράν ασκεπής, διάβροχος και χιονισμένος, μετά τρυγμού ελαφρού σχηματίζων τα βαρέα των υποδημάτων του ίχνη επί του λεπτού της χιόνος στρώματος. Επροχώρει αργά, — αργά ως κεκυφώς και αποστραγγίζων διά των χειρών του το κατάβρεκτον εκ της θαλάσσης φέσιον, το οποίον εν τω θλιβερώ ναυαγίω απώλεσε και το τελευταίον λείψανον της φούντας.

Φοβόταν μήπως οι κυράδες του τού βάλουν τις φωνές. ΄Ηξερε ότι αυτό που έκανε ήταν σοβαρό, ίσως λάθος, αλλά δεν μετάνιωνε. Ένα μυστηριώδες χέρι λες και τον έσπρωξε κι εκείνος ήξερε πως όλα όσα γίνονταν έτσι, κάτω από μια υπερφυσική δύναμη, ήταν πράξεις καλές. Περίμενε τον Τζατσίντο μέχρι αργά. Τ’ ολόγιομο φεγγάρι φώτιζε την κοιλάδα και η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που ξεχώριζε η σκιά κάθε βλαστού.