United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημητράκης με τους δυο κολλήγους και με το γέρο Μαλαματένιο ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα. Δούλευε μεροδούλι στα ξένα χτήματα. Τόσον καιρό δουλεύοντας στ' αμπέλι της Ελπίδας κατάντησε από τους καλήτερους κι όλοι τον προτιμούσαν. Κ' εκείνος δεν αρνιόταν σε κανένα· δεν ξεχώριζε φίλους κι οχτρούς.

Και ο Ήλιος που έγερνε τώρα σιγαλά και λυπημένα προς τη δύση, άπλωνε ένα παράπονο σ' όλη τη φύση, σαν να της μηνούσε πως δεν θα ξαναφανή πια στον ουρανό και πως θα κοιμηθή για πάντα στα βάθη του Ωκεανού. Πέρα στον κάμπο ένα δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα. Ανέβαινε ήσυχαήσυχα το λόφο, στριφογύριζε σαν φιδάκι και χανότανε κάπου εκεί πέρα, μακρυά στο φλογισμένον ορίζοντα.

Η εικόνα είτανε τόσο καθαρή ώστε νόμιζε πως ξεχώριζε κάθε χαμόκλαδο και κάθε δέντρο, όλα ως τις ψιλές απόχρωσες του φωτός και του ίσκιου, που έρριχνε ο βραδινός ήλιος στη σανιδόπλεχτη σκεπή του σταχτερόχρωμου σπιτιού.

Με γέμιζε μ' ένα αίστημα, ιερό μπορώ να πω, και μπρος σ' αυτά χανόντανε όλα τάλλα. Το πλοίο χόρευε απάνω στην ταραγμένη θάλασσα και μπρος στην πλώρη του, ξεχώριζε η σκιαγραφία ενός μακριού νησιού, που σημαδευότανε σ' ένα βάθος από σύννεφα που κυνηγούσαν ένα τάλλο.

Ανάμεσα εις τον ρόχθον εκείνον των θαλασσών, ξεχώριζε κάτι ως δούπος, ως κτύπος σφύρας, μονότονον και ρυθμικόν, επίμονον όπως το άσμα του τέττιγος και το λάλημα των στρουθίων. Ο Φάλκος, όσον και αν εβασάνιζε τον νουν του, δεν ενόει τι πράγμα ήτον ο συνεχής εκείνος κρότος. Ανυπόμονος επανήλθεν εις την οικίαν διά να ερωτήση την μητέρα του. Την έσεισε διά να την εξυπνήση.

Από αυτήν διακρίνεται μια γωνία, ένα Λ πιο μικρό ή πιο μεγάλο, ποτέ όμως τόσο μεγάλο ώστε το μάτι να σταματά και να βρίσκει το τέρμα της ικανοποίησής του. Από τα λόγια των δύο γυναικών, ξεχώριζε τα κομμάτια αυτά τακτικά, και στον ίδιο συρμένο και γλήγορο ήχο: — Καϋμένη! — Έλα δα λοιπόν.,, — Ναι στη ζωή μου.,, Κύττα κει! — Αχ!.,, Μα τι περίεργο.,,

Στ' αντικρινό κατάρραχο έλαμπε τ' ώμορφ' άστρι, Τα σπερινά τ' απόφοιτα στο βάθο ασπρολογούσαν Και κάπου κάπου στη θαμπή και μακρινή τους φέξη Το μονοπάτι του βουνού ξεχώριζε στους βράχους.

Η κηλίδα των κόκκινων κορσέδων τους ξεχώριζε, μέσα στο γκρίζο, πιο ζωηρή και από τη φλόγα. Δεν είχε τραγούδια ούτε μουσική σ’ αυτό το μικρό πανηγύρι που στον Έφις φαινόταν να είναι μια συμμάζωξη ληστών και βοσκών που συγκεντρώθηκαν εκεί από την επιθυμία να ξαναδούν τις γυναίκες τους και να πάρουν μέρος στη λειτουργία.

Για την «Αθηναϊκή στολή», που μ' αυτή ξεχώριζε ο Λύσανδρος από τον Oberon, μίλησα κιόλα· μα ένα από τα πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα είναι η περίπτωση της στολής του Κοριολανού, για την οποίαν ο Σαίξπηρ πάει κατ' ευθείαν στον Πλούταρχο.

Εύλογη χαρά εκείνη την Κυριακή πρωί, γιατί όσο και να βαράκουγαν τώρα ταυτιά του, τις ξεχώριζε τις λυγερές δοξαριές που μηνούσαν το γύρισμα της νύφης από την εκκλησιά. Είταν ο γέρος συγκινημένος πολύ.