United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλεβάρι και το φεγγάρι συντροφιά και πάει και την φέρνει... Η μάνα βλέποντας την άξαφνα δεν ημπορεί να πιστέψη τα μάτια της. Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γερανό της, σωριάζεται το γεροντικό κουφάρι ελεεινό από το μαρτύριο.

Στον αρμεγώνα ο πιστικός να φέρνη το κοπάδι, Να στρέφουν από τες βοσκές στην κούρνια τα πουλάκια, Να κλειούν τα φύλλα του βουνού τον κάμπου τα λουλούδια Και να ησυχάζουν πέλαγα, στεριές, ακέρια η Πλάση Κάτου στον ίσκιο που ο Θεός απλώνει απανουθέ της. Άγιο των μαγισσών αστρί και της αγάπης άστρι, Οπού βαθύ χαιρετισμό σα προσευκήν ο κόσμος Το πλιο ακριβό και μυστικό τραγούδι του σου πέμπει.

Άλλοτες γύρναε, θόλωνε σαν τον καιρό κι' ο νους του, Και τρέμοντας, σαν άρρωστος οπού τ' άναφτ' η θέρμη, Έγερνε στ' άστρο της βραδιάς τ' αχτιδοστολισμένο Κ' έλεγε λόγια οπώδειχναν άσβεστο τον καϊμό του. — «Άστρι τ' απόσπερνου λαρό, γλυκόφωτο, πανώριο, Στην ωμορφάδα ασύγκριτο, στη λάμψη πρώτο απ' όλα, Που με τ' απόκλωσμα του ηλιού προβάλλεις μες τη ράχη Ανάερε λύχνε, ουρανικέ, οπ' άγγελος σε ανάφτει Να σημαδεύης ένωρα τον ερχομό της νύχτας, Για να ξεζεύη στ' όργωμα τα βώδια του ο ζευγίτης, Να γέρνη από τον ποταμό που πλένει η κορασίδα.

Οπώχει αστρίτα στήθια του, φεγγάριτα καπούλια, Και χίλιοι να σου το κρατούν να γέρνης να πεζεύης, Να σιέσαι, να λυγίζεσαι, να κάτσηςτο προσκάμνι. Κι' οχ' το προσκάμνι όντας σκωθής και μπης 'ςτόν αρμεγώνα Το πλιο τρανό μαντρόσκυλλο να σ' ακλουθάη σου πρέπει.

Περίμορφη σαν του βουνού την κάρια περδικούλα, Μεστή σα στάχυ του θερτή, ξανθιά σαν την κερίθρα, Φωτοπερίχυτη λαμπρή σαν τ' άστρι που ξεφεύγει, Λαχταριστή κατάγλυκια σαν τη δροσοσταλίδα, Σαν το κρινόχνουδο απαλή και μοσχοβολισμένη. — Λάμπρο, δειλά ανακράζει τον. — Ποιος είνε; — Εγώ είμαι η Χρύσω. — — Τι τρέμεις; η όψη σου γιατί τόσες βαφές αλλάζει; Πώς με τηράει το μάτι σου και στη καρδιά με σφάζει; — Αμίλητη τα μάτια της η κόρη χαμηλώνει.

Η μάνα της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της· Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε. στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της. Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό της.

Στ' αντικρινό κατάρραχο έλαμπε τ' ώμορφ' άστρι, Τα σπερινά τ' απόφοιτα στο βάθο ασπρολογούσαν Και κάπου κάπου στη θαμπή και μακρινή τους φέξη Το μονοπάτι του βουνού ξεχώριζε στους βράχους.