Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Σε εννόησα, φίλε Θεαίτητε, ότι μου πήρες τον αέρα και δεν με τρέμεις. Θεαίτητος. Από πού κυρίως; Σωκράτης.

Αφτόν εκεί τον γλύτωσε στην αγκαλιά του ο Φοίβος μες σ' ένα μάβρο σύγνεφο, μην τύχει οχτρός κανένας 345 και τον σκοτώσει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι· και της θεάς βροντόφωνα της έκραξε ο Διομήδης «Παραίτα, κόρη του Διός, τις μάχες και τους φόνους· τάχα δε σώνει που δειλές γυναίκες ξελογιάζεις; Μα αν θες πολέμους και καλά, θαρρώ μα την ψυχή μου 350 θα τρέμεις έτσι κι' αν αλλού πως πολεμάνε ακούσεις

Εγώ μπορεί να έχω σφάλει, αλλά είμαι νέος και μπορώ να διδαχτώ από αυτό. Γιατί έρχεσαι να με βασανίσεις; Το ήξερα πως θα’ ρθεις και σε περίμενα. Εσύ, εσύ τουλάχιστον πρέπει να καταλάβεις και να μη με καταδικάζεις. Κατάλαβες; Δεν απαντάς τώρα; Α, τρέμεις τώρα, φονιά; Φύγε, γιατί ντρέπομαι που σε άγγιξαΤον έσπρωξε βίαια και ξεκίνησε να φύγει.

»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα Το γιαταγάνι σου, κ' είναι θολό... Πώς κλαις;.. τι δέρνεσαι;.. Τρίψε το ακόμα, Μην τρέμεις... ζύγωσε... Δος μου να ιδώ.» »Το αίμα τάπιστο με το δικό μου Δε θέλω επάνω του νανταμωθή, Φαρμάκι αγλύκαντο μεςτο λαιμό μου Δε θέλω σύντροφο κάτουτη γη.» »Χτύπα, Λαμπέτη μου!.. Άπλωσε, πιάσε, Σφίξετα δάχτυλα τάσπρα μαλλιά... Τα χέρια εσταύρωσα... Μη με φοβάσαι.

Κι' άμα τον είδε ο βασιλιάς, ναν τον μαλώνει αρχίζει, και κράζοντάς τον του μιλεί δυο φτερωμένα λόγια «Ω κρίμας, γιε του ξακουστού παλικαρά Τυδέα! 370 Τι τρέμεις κι' αχαμνοτηράς τα διάβατα της μάχης; Έτσι ο Τυδέας σύστημα δεν τόχε να ζαρώνει, Μον πρόθυμα να πολεμάει για τους δικούς του πάντα, καθώς το λέγανε όλοι τους που στη δουλιά τον είδαν.

Σε καρτερώ! του απάντησε ο Ισλιάμ Μπέντος. Ο Καραϊσκάκης, νευρικός κι' ανυπόμονος, έτρεμε πριν αρχίση ο πόλεμος. Κοντά του ήταν ο Τσάκας, πελώριος παληκαράς, παλιός του σύντροφος. Γυρίζει και λέειτον Καραϊσκάκη·Τι τρέμεις, ωρέ Γύφτο; Φοβάσαι; Και του τραβάει έναν κατακέφαλο. Τον έφαγε καλόν, χωρίς να θυμώση ο Καραϊσκάκης. Γύφτος ήταν το παράνομά του, γιατί ήταν μελαψός.

Ο φιλόσοφος ενέβλεπεν αύτη μετά πολλής ημερότητος, και η κόρη έλαβε μικρόν θάρρος. — Μη φοβού, τη είπεν. Η νέα, τρέμουσα τα γόνατα, κατέπεσε και εκάθισεν επί τινος βάθρου. — Διατί τρέμεις, κόρη μου; επανέλαβεν ο Πλήθων. Μάθε ότι δεν είμαι εχθρός σου, καθώς νομίζεις. Είμαι φίλος. — Φίλος, επανέλαβε μηχανικώς η Αϊμά. — Φίλος, και μάλιστα προστάτης. Ουδείς επί της γης σε αγαπά πατρικώς, ως εγώ.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Ιδέ, μ' ανοικτό βήμα τραβιέται! ΟΡΑΤΙΟΣ Στάσου! Ομίλει! σ' εξορκίζω, ομίλει! ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Εχάθη και ν' αποκριθή δεν θέλει. ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Τώρα, Οράτιε, τι; συ τρέμεις κ' είσαι αχνός· δεν είναι το πράγμα κάτι πλέον παρά φαντασία; Πώς το εξηγείς; ΟΡΑΤΙΟΣ Μα τον Θεόν, δεν θα ημπορούσα να το πιστεύσω δίχως την ομολογίαν την αισθητήν και αληθινήν των οφθαλμών μου.

Το φως εσύ αποφεύγεις Της ημέρας, φοβούμενος Μήπως των προδομένων Ανθρώπων σε ξανοίξουσιν Η μακραί σπάθαι. Κράζεις την νύκτα κ' έρχεται· Αλλά εις το σκότος μέσα Τυλιγμένος φαντάζεσαι Εχθρούς αρματωμένους, Και ως άφρων μένεις. Αν μαυροφορεμένης Χήρας, αν βρέφους θρήνον Ορφανικόν ακούσης, Τρέμεις, και το ποτήρι σου Πέφτει σχισμένον.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν