United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγην ώραν ευρέθην εδώ. Και το καπέλλον εξηκολούθησεν: — Ιδού, ω Διαβάτα, η μαύρη ιστορία μου, — ή μάλλον η ξεθωριασμένη ιστορία μου, διότι η ιστορία των καπέλλων είνε εντελώς αντίθετος από την ιστορίαν των ανθρώπων· όσω πλειότερον μαύρη είνε, τόσω και ευτυχεστέρα. Και το δυστυχές Καπέλλον συνεπλήρωσε την λευκήν ιστορίαν του δι' ενός στεναγμού.

Τώρα έλα εσύ συγύρισε τα γλήγορα φαριά μας, όσο στου Δία εγώ να μπω το θεϊκό παλάτι 375 και του πολέμου τ' άρματα να βάλω, για να δούμε αν με τα μας ο Έχτορας θ' αναγαλλιάσει τάχα όταν στα διάβατα άξαφνα φανούμε του πολέμου, για και θα θρέψει με ψαχνό και πάχος κάνας Τρώας όρνια και σκύλους, πέφτοντας εκεί κοντά στα πλοία380

Και τα είδωλά της έρριψα εις το άκρον της οδού ταύτης, βαδίζω δε, έντιμος δι' εμαυτόν χρεωκόπος, αλλά διά τους άλλους πάντας χρεωκόπος δόλιος. — Πώς; δεν ευρίσκουν γλυκείαν οι άνθρωποι την Θεάν αυτήν, ω Διαβάτα; — Πολύ γλυκείαν, εφ' όσον την θεωρούσι ψεύδος· μόλις όμως αποκαλυφθή, πολύ πικράν.

Έπειτα τον περνάει από την Αλησμονιά, ένα λειβάδι που είνε δασοφυτρωμένο το λησμοβότανο: Άμα περάση και από εκεί ο μαύρος άνθρωπος, λησμονάει τον κόσμο και τις στράτες και τα διάβατά του. Για τούτο και ο ναύκληρος τόρα όσο και αν επάσχιζε, τίποτα δεν έκανε.

Ο ναυτικός δεν κάθεται να ψιλοκοσκινίζη το καθετί όπως ο στεριανός· δεν έχη καιρό για μυρολόγια. Έγινεπέρασε· πάει με το αγέρι, με το κύμα, με τον αφρό, με την τρικυμία, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει εκείνο που θα έρθη να έρθη σύγκαιρα.

Πρέπει όμως να γνωρίζης, ω Διαβάτα, ότι ο χρυσός είνε τοσούτος, ώστε ν' αρκή, όπως όλοι οι άνθρωποι τρέφωνται επαρκώς δι' αυτού· ήτοι τοσούτος, ώστε να μη υπάρχη διά κανένα.

Που είσαι, Ελένη μου; Για εύγα να σε 'δούμεν Κι' από τη μαύρη μας καρδιά δυο λόγια να σε 'πούμεν». Και ολίγον κατωτέρω· «Διαβάτα που με θαυμασμό το μνήμα της κυττάζεις, Και τ' όνομά της στο Σταυρό το νεκρικό διαβάζεις, Ειπέ της ανθρωπότητος, ωραίε διαβάτα, Ότι ενταύθα κοίτεται υπό την μαύρην πλάκα».

Αυτό έπραξα και την έπαθα, και το άνθος μου απήλθεν. Εννοείς; την γυναικά μου έχασα, ω Διαβάτα. Και ο δυστυχής εκόπτετο και ωδύρετο. — Πώς; λέγω. Δεν εμνηστεύθης πριν νυμφευθής, και δεν διέγνωσες τι άνθος εξέλεγες; Ερρίφθη επί λίθου, και απήντησε μειδιών πικρώς: — Ω, ήτο πλάσμα θαυμάσιον τότε· ρόδα είχε εις την κεφαλήν και ρόδα εις το πρόσωπον· τόξα ήσαν αι οφρείς, και τα βλέμματα βέλη.

Αλλ' επειδή όλα τα διαβατά μέρη του Αχελώου εφυλάττοντο από τους εχθρούς, απεφάσισε να υπάγη διά των Αγράφων και Βάλτου.

Κι' άμα τον είδε ο βασιλιάς, ναν τον μαλώνει αρχίζει, και κράζοντάς τον του μιλεί δυο φτερωμένα λόγια «Ω κρίμας, γιε του ξακουστού παλικαρά Τυδέα! 370 Τι τρέμεις κι' αχαμνοτηράς τα διάβατα της μάχης; Έτσι ο Τυδέας σύστημα δεν τόχε να ζαρώνει, Μον πρόθυμα να πολεμάει για τους δικούς του πάντα, καθώς το λέγανε όλοι τους που στη δουλιά τον είδαν.