United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και τ' όπλα εζώσθηκαν, εκείνοι του Οδυσσέα οι τρεις και αυτός, και ομού τα έξ' αγόρια του Δολίου· τότ' ο Λαέρτης ζώσθηκε τα όπλα και ο Δολίος. ασπρόμαλλοι πολεμισταίς, ως το καλούσ' η ανάγκη. και τ' άρματ' αφού ζώσθηκαν, οπ' έλαμπαν, ανοίξαν 500 την θύρα κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα.

Και τα είδωλά της έρριψα εις το άκρον της οδού ταύτης, βαδίζω δε, έντιμος δι' εμαυτόν χρεωκόπος, αλλά διά τους άλλους πάντας χρεωκόπος δόλιος. — Πώς; δεν ευρίσκουν γλυκείαν οι άνθρωποι την Θεάν αυτήν, ω Διαβάτα; — Πολύ γλυκείαν, εφ' όσον την θεωρούσι ψεύδος· μόλις όμως αποκαλυφθή, πολύ πικράν.

ΘΕΡΑΠΩΝ Μη προς Θεού τον γέροντα με βασανίσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν έρχεσθε πισθάγκωνα να τονέ δέσετε; ΘΕΡΑΠΩΝ Αλλοίμονο! Και τι ζητείς άλλο να μάθης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έδωκες το παιδί σ’ αυτόν, όπως μας λέγει; ΘΕΡΑΠΩΝ Το ’δωκα, να μην έσωνα ο δόλιος τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό θα πάθης, αν δεν πης την πάσα αλήθεια. ΘΕΡΑΠΩΝ Πιο πολύ θα ’μαι να την πω, θαρρώ, χαμένος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο άνθρωπος τούτος τον καιρό βλέπω μας χάνει.

Ωχ! τι τρέλλα μ' είχε πιάση! το μυαλό πώς είχα χάση, που για τον Σωκράτην είχα τους θεούς αποστραφή. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ — Ο Α' ΜΑΘΗΤΗΣ — Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ και μετά μικρόν ΣΩΚΡΑΤΗΣ και ΧΑΙΡΕΦΩΝ Δουλειά σου είναι τώρα. ω δαδί! φωτιά να βγάνης! Ο Α' ΜΑΘΗΤΗΣ Άνθρωπε! αυτού τι κάνεις; Ο Β' ΜΑΘΗΤΗΣ Καταστρέφεις! καταστρέφεις! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Ω! κακόμοιρος που ήμουν! αχ! ο δόλιος θα πνιγώ!

Αλλ' εκείνος προνοητικός αφού ετοποθέτησεν έξωθεν τους εβδομήκοντα παρέλαβε δέκα εκ των συντρόφων και μετ' αυτών ήλθε προς τον Βοεβόδαν. Ο δόλιος και δειλός Οθωμανός προσεπάθησε διά παντός τρόπου να τον απομονώση, προφασιζόμενος ότι είχεν ανάγκην κατά μόνας να συνδιαλεχθή μετά του αρχηγού.

Πού να φύγουμε και πού να πάμε; Τ' ήταν αυτό που μας έκαμες, μπρε παιδί μου. Αμ' εγώ δεν έχω τρεις μήνους που βήκ' από τα σίδερα και τώρα πάλε για τα μπουτρούμια με ξεκινάς, μωρέ Φώτο; Κι ο δόλιος πατέρας έκρυψε στα δυο του χέρια το πρόσωπο, σα νάκλαιγε. Τότες η μάνα τίναξε περήφανα, σαν τη λιόντισσα, το κεφάλι κατ' αυτόν και του λέει με καταφρονητικό πικρόγελο.

Αχ! ο γέρος ευτύς αποκρίθη 1285 Το ζαλίκι μου αυτό δεν μπορούσα Να σηκόσω· σε φώναξα ο δόλιος Να μου δόκης ολίγη βοήθεια. Λ ι ο ν τ ά ρ ι, Λ ύ κ ο ς και Α λ ο π ο ύ. Λιοντάρι, Λύκος, κι' Αλπού αντάμα Τα τρία βγήκαν να κυνηγήσουν 1290 Με συμφωνία, πως ό,τι πιάκουν, Να το μοιράσουν ανάμεσά τους.

Αλησμονεί τον άντρα της με μιας και το παιδί της Και παίρνει δίπλα τα βουνά, ταις λαγκαδιαίς, τα πλάγια. Πάλι Νεράιδα γίνεται, πάλι τη νηότη παίρνει Και με ταις άλλαις σμίγεταιταις τρίσβαθαις σπηλιαίς τους. Ο λόγος βγαίνειτο χωριό κι' απλώνεταιτον κόσμο. Τάκουσε μέσ' 'ς την ξενητειά ο δόλιος ο Γιαννούλας Κι' από την πολλή τη πίκρα του πέθανε εκεί, 'ς τα ξένα!

Κ' έπρεπε να μην του το δώκης πίσω · να το πάρης όλο· να τον ρίξης στο γιαλό, να πάη να χαθή· να λείψη μια λέρ' από τον κόσμο!. .. Ψε! έφαγε τα μούτρο του και γνώση δεν έβαλε· ακόμα φωνάζει για τα δίκια του. Μα εγώ, ο δόλιος, δε μίλησα. Ό,τι μου δωκε η μεγαλόδωρη ψυχή σου το πήρα κ' είπα και σπολλάτη. Μα δικό σου είνε πάλε· δικό σου το χτήμα, δικό σου και το κεφάλι μου και τα παιδιά μου. ..

Απάνω σε κείνη τη στιγμή, να κι ο θειος μου ο Νικολής στο κατώφλι, με βρεμένο σακκούλι στον ώμο του. Στάθηκε ξερός, σα νάβλεπε όνειρο. Σα γύρισα και τον είδα, έγεινα πάλι από άντρας γυναίκα, και με πήραν τα δάκρυα. Πήγε να τρελλαθή ο δόλιος, σαν του τα είπα. — Τι κάθεσαι τώρα, μου λέει. Να φύγουμε, ειδεμή χαθήκαμε. — Πού να φύγουμε; του κάνω. Πού ν' αφήσουμε το Γιωργάκη μου!