United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα βουνά θα ξανοίγουν κι αυτά κάπου κάπου με τα καθάρια, γαλάζια έλατά τους με τα καμπυλογραμμένα πλάγια τους, πλημμυρισμένα στον ξανθό ήλιο που θα λυόνη τα χιόνια τους, και θάνε τόσο μικρά, τα μεγάλα και περήφανα αυτά βουνά, μπροστά στην τόση αγάπη κ' ευτυχία μας.

Όταν χτύπησε ο ήλιος στα βουνά, οι φορτωμένοι πληθυσμοί έφτακαν στην κορφή του χωριού. Κ' ύστερ' από λίγην ώρα, που ξεφορτώνονταν αυτοί στο περιαύλι της εκκλησιάς, η χρυσές του αχτίδες στεφάνωναν τα ιδρωμένα και περήφανα μέτωπά τους.

Και μες από κάθε άνοιγμα αριό της τάπιας επρόβαναν περήφανα, βαρύκορμα και σοβαρά τα απόμαχα κανόνια, δοξοπεριχυμένα κάτω από βροχές ολόχρυσες που έχυνε άφτονες απάνω τους ο ήλιος. Άστραφταν λουσμένα μες τις φλογερές αχτίδες του. Εφάνταζαν δράκοντες σιδερόφραχτοι σωστοί, που έδειχναν ολάνοιχτα τα φοβερά τους στόματα προς τον εχτρό, με όρεξη να τον βυθίσουν, να τον καταπιούν.

Χάμου εκεί πέρα ο Έχτορας σωριάστηκε στις σκόνες, 330 κι' έσκουξε του Πηλέα ο γιος περήφανα από πάνου «Έχτορα, εσύ ίσως έλεγες, σα μούσφαζες το βλάμη, δεν έχει φόβο, θα σωθείς, τι έτυχα εγώ μακριά σου... Άμιαλε! πίσω ξοφλητής στα βαθουλά καράβια καρτέραε ένας πιο γερός, εγώ που εδώ με βλέπεις, εγώ που σ' έσφαξα.

Είχε περήφανα σηκωμένο κατ' απάνω το κεφάλι του κ' η πλούσια και γιαλιστερή χιούτη του χύνονταν σα κύμα τρικυμιστήτα στήθη του αναβάτη. Σπιθοβολούσαν τα μεγάλα τα μάτια του κι άφριζαν τα διάπλατα τα ρουθούνια κ' εσπαρτάριζαν, ωσάν νάχυναν κατά πέρα χλημίντρισμα ηχερό.

Κ' εμείς που σκύβουμε, κι όλο σκύβουμε, πού νανασηκώσουμε κεφάλι και να δούμε τον ουρανό! Τα παιδιά μας θα σκύβουν ακόμα πιώτερο, τα εγγόνια μας άλλο τόσο, τα ξέγγονά μας θαγγίζουνε και τη γης με τα κρεμαστά τους τα χέρια, ώσπου πόδια να καταντήσουν, αυτά τα χέρια που μια φορά στεφάνια κρατούσανε και σε περήφανα κεφάλια τα θέτανε! Σώνει, Σώνει!

Ο Λάμπρος Ζάρμπας ήτον σαράντα ως σαρανταδυό χρονών άντρας, ψηλός και λιγνός, με μάτια αετού, ολόρθο κορμί, μακριά ξανθόμαλλα, μουστάκι ψαρό και περήφανα κατ' απάνου στριμένο. Ολοζώντανη σουλιώτικη λεβεντιά. Στεφανωμένος με παρόμοια Σουλιώτισσα, φυσικό ήτο ν' αποχτήση και γιόν τέτοιο, παλληκαρά.

Πέντε κανόνια, πέντε τοπομαχικά θα στήσω στη σκάλα και θα τ' αδειάσω μπουμ!.. καταπάνω του. Στάχτη μπούλμπερη θα τον κάνω· όχι θα πατήση τα χτίρια των προγόνων μου. Κύτταξε περήφανα τον αδερφό του, σα να τον έβλεπε νάνο μπροστά του.

Το λιοντάρι που τους έδωσε τη στάση του, η λεοπάρδαλη που τους χάρισε τη γούνα της, πρόγονοι βασιλικοί, βηματίζουν στον ύπνο των γάτωνκαι τότε οι γάτοι, ξυπνώντας, σηκώνουν περήφανα το κεφάλι και δοκιμάζουν τα νύχια των για πόλεμο.

Μα εγώ τον άξιο αντίκρυ στον Τυδέα θα τάξω, γυιό του Αστακού, την πύλη αυτή να διαφεντεύη, πολύ ευγενή και της Ντροπής τιμάει το θρόνο και τα περήφανα που εχρεύεται τα λόγια, αργός στα αισχρά -δειλός δε συνηθίζει να ’ναι° κ’ η ρίζα του απ’ των Σπαρτιατών βαστάει το γένος π’ άφησ’ ο Άρης ζωντανούς° στ’ αλήθεια ντόπιος ο Μελάνιππος° κι ο Άρης στους κύβους θα το δείξη.