United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο καπετάν Μοναχάκης έρριχνε πού και πού μια λοξή ματιά στον τιμονιέρη, που ζητούσε να φυλάξη κάθε κύμα που πλάκωνε. Ο τιμονιέρης, γεροντάκι και αυτός μα γερό κόκκαλο, στεκότανε ακούνητος σαν κολώνα, απίκου, προσμένοντας το κύμα, έτοιμος να ορτσάρη ή να το ποδίση. Εκεί, τραβέρσο το κρατούσανε... Βόηθα, Παναγία μου!

Παραπατώντας και γατζώνοντας απάνω στις γυναίκες που την κρατούσανε, σίμωσε το γιατρό. — Γιατρέ μου, πώς τον βλέπεις; Μίλα μου, γιατρέ μου... Κ' έμπηξε ένα ξεφωνητό πάλιΉσυχα, είπαμε, γιατί θα σε βγάλω και σένα όξω, είπε αυστηρά ο γέροντας... Να μη μας χαλάς ό,τι φτειάνομε. Κατάκιασε λιγάκι και ξαναρώτησε σιγά: — Πώς τονέ βλέπεις, γιατρέ μου; — Θα γίνη καλά! είπε μασσημένα ο γιατρός.

Ο λοστρόμος ακουμπησμένος αριστερά στην κουπαστή, γαντζωμένος από ένα σχοινί, μια έβλεπε τη θάλασσα και μια τον Καπετάν-Μοναχάκη και κουνούσε το κεφάλι του. Το κρατούσανε τραβέρσο. Ο Μοναχάκης από το κάσσαρο κύτταζε στο πέλαγο, σαν να μετρούσε ακόμα τα κύματα ένα-ένα, περιμένοντας το τελευταίο. Το ένα πιο βουνό από τάλλο. Πλάκωναν σα θερία λυσσασμένα.

Ύστερα ησύχασε πάλι μια στιγμή. Το σώμα έγυρε απάνω στα χέρια που τον κρατούσανε. — Μη φοβάσαι, Γιώργη! θα περάση! εδώ είμαστε! κ' η Ασημίνα κ' εγώ... Κουράγιο!... Τα λόγια του Βαγγέλη βγαίνανε τρεμουλιαστά, κομμένα μισά. Ο άρρωστος γύρισε το κεφάλι του με κόπο σαν να γύρευε κάποιον. — Εσένα γυρεύει! φώναξε ο Βαγγέλης στην Ασημίνα. Εκείνη έσκυψε μπροστά του πασχίζοντας να χαμογελάση.

Δεν είδε παρά ένα δικέφαλον αητό με τα φτερά του ανοιχτά. Τα κεφάλια ζερβόδεξα με τη γλώσσα όξω και τα ράμφη γυριστά, έδειχναν θυμό κι αχορταγιά μεγάλη. Στα κεφάλια καθότανε κορώνα σταυροφόρα· κι άλλη κορώνα πιο μεγάλη τάσμιγε από πάνω. Τα νυχοπόδαρά του κρατούσανε το Σκήπτρο και μια σφαίρα με σταυρό. Και κάτω από τα πόδια του μια κορδέλλα ξεδιπλωμένη είχε απάνω της γράμματα παράξενα.

Κανένας δεν τον βοήθησε ν' ανέβει απάνω, γιατί από την κανονιοφόρα τάχανε σαστίσει κι' άλλοι πηγαίνανε βιαστικά κατά την πρύμη, κι' άλλοι κατά την πλώρη. Μερικοί κρατούσανε στα χέρια τους σχοινιά, γάντζους, ότι τύχει. Όταν ξεκόλλησεν η κανονιοφόρα φάνηκεν η βενζινάκατος σχισμένη στη μέση. Από το θωρηκτό, φωνάζανε: — Να, να! αρχίζει να βουλιάζει. — Δε θα την προκάνουνε.

Πώς έγινε πάλι τούτο το κακό; — Είχε τίποτα με κανένα; Μαλλώσανε; — Κύριε ελέησον! Ξέρω κ' εγώ τι να πω; — Η δυστυχισμένη η γυναίκα του! Και νειόπαντροι!... Ο χτυπημένος ανασήκωσε το κεφάλι του. — Δεν αφίνετε, ρε παιδιά, να περάσωμε; Κάντε μας τη χάρι Κάνανε τόπο πάλι. — Στη σπετσαρία! εμπρός! — Ο άνθρωπος έχει σπίτι. Στο σπίτι του να τον πάμε, είπε ένας απ' τα παιδιά που τον κρατούσανε.

Όταν σταμάτησε λίγο κι' αναστέναξε βαθειά, κανένας δεν έβγαλε τσιμουδιά. Κρατούσανε την αναπνοή τους. Ο Μαθιός πήρε μια βαθειά ανάσσα και ξαναείπε το τροπάρι. Ποτέ η φωνή του δεν είχε πάρει τέτοια γλύκα σαν και σήμερα. «...Πάντα ονείρου απατηλότερα». Σαν έσβυσε αλαφρά μέσα στη σιγαλιά η τελευταία του νότα, τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι απ' τα μάτια του.

Κι' ενώ μπροστά του ασπίδες κρατούσανε οι συντρόφοι του, μήπως τυχόν πλακώσουν πριν οι γενναίοι Δαναοί πριν δούνε χτυπημένο 115 τον ξακουστό τ' Ατρέα γιο, τον καστανό Μενέλα, έβγαλε αφτός το σκέπασμα της θήκης, και σαΐτα πήρε καινούργια φτερωτή, πηγή των μάβρων πόνων· και τη σαΐτα απάνου εφτύς στερέωσε στην κόρδα, κι' έκανε τάμα του θεού, τ' αχτιδοστάλτη Απόλλου, πλήθος αρνιά πρωτόλουβα να σφάξει στο βωμό του, 120 πίσω σαν πάει στον τόπο του, στη βλογημένη Ζέλια.

Πως είταν άνθρωπος με πείρα και με θέληση ο Ιουστίνος φαίνεται από μερικά του μέτρα εναντίον των εχτρών που σαν τα όρνια τριγύριζαν πάντα κατά τα βορεινά. Τον είπαν όμως άμαθο, και μάλιστα τόσο άμαθο που του κρατούσανε, λέει, το χέρι να γράψη μια λέξη, κι αυτήν την έγραφε ανάμεσ' από χαραμάδες ανοιγμένες απάνω σε πλάκα. Σάματις δεν έσωνε ο ένας τρόπος μονάχα για να γραφή η λέξη!