Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Δεν τον αφίνετε ήσυχο τον ποιητή; Στον κόσμο τον πολιτισμένο, στην Εβρώπη, ο ποιητής, ένας Ηugo, ένας Renan, ησυχία δεν έχουνε αν άξαφνα τους περάση υποψία πως κάπου, σε μιαν αράδα, σε μια λέξη, σε μια συλλαβή, τους ξέφυγε κανένα λάθος, πως τάχα δεν έγραψαν τη γλώσσα τους αχάλαστα κι αλάθεφτα, προσέχοντας ως και στον πιο μικρό κανόνα της γραμματικής. Τι μουρλοί και τι ζαβοί!
Είμαι τόσο κουρασμένη σήμερα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Και το αποβέγγερο; Α! κυρά μου, μας αφίνετε λοιπόν τόσο γρήγορα. . . ΒΕΡΑ — Συχωρέσετέ με, γιατρέ. Βεβαιωθήτε πως μου είναι αδύνατο να μείνω περισσότερο. Είμαι τόσο άρρωστη σήμερα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι έτρεξε Τάσσο; Σε βλέπω λυπημένο... ΦΛΕΡΗΣ — Τι έτρεξε; Αλλοίμονο. Κυνηγούσα μια χίμαιρα γιατρέ. Τώρα το καταλαβαίνω.
Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξη την αξιοθρήνητη θέσι μας, να γελάση με τον φόβο μας· και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξι. Ο «Σωτήρας» όμως πάντα εμάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές: — Μωρ' αδέρφια πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε! σωτηρία! πνιγόμαστε, σωτηρία! .... Εβουλώσαμε πάλι το στόμα· εκρατήσαμε τον ανασασμό.
— Πώς έγινε πάλι τούτο το κακό; — Είχε τίποτα με κανένα; Μαλλώσανε; — Κύριε ελέησον! Ξέρω κ' εγώ τι να πω; — Η δυστυχισμένη η γυναίκα του! Και νειόπαντροι!... Ο χτυπημένος ανασήκωσε το κεφάλι του. — Δεν αφίνετε, ρε παιδιά, να περάσωμε; Κάντε μας τη χάρι Κάνανε τόπο πάλι. — Στη σπετσαρία! εμπρός! — Ο άνθρωπος έχει σπίτι. Στο σπίτι του να τον πάμε, είπε ένας απ' τα παιδιά που τον κρατούσανε.
Σαν είναι γιατρός κανένας, πάει να πη... ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Γιατρέ, τρεχάτε. Γρήγορα. Γιατρέ . . . ΜΙΣΤΡΑΣ — Τι τρέχει πάλι; ... Ησυχία δε μ' αφίνετε. ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Αυτή η κυρία, που βγήκε αποδώ, σκοτώθηκε στο πάρκο. Τρεχάτε, γιατρέ. ΦΩΝΕΣ — Τι τρέχει γιατρέ; Τι είναι; Καλέ δεν ακούτε; Η Λέλα σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε μέσα στο πάρκο. Ω! δυστυχία! ΦΩΝΕΣ — Σκοτώθηκε! Σκοτώθηκε η Λέλα!
Χαλούσε ο κόσμος και ο Αγγελής το χαβά του. — Δε σας τώπα, μωρέ, χίλιες φορές; Γιατί δε μ' αφίνετε ήσυχο; Γιατί δε λουφάζετε; Τι σας νοιάζει, μωρέ, εσάς για τις ξένες έννοιες; Κουμάντο θα σας βάλω στο κεφάλι μου; Ε; Τα σκυλιά λυσσάγανε απ' τις κουπαστές. Γαβ-γαβ! Γρρ... γρρ... Τρώγανε το ξύλο με τα δόντια τους, από τη μάνητα.
Είπε, κι' ατός του κάθησε στης Πέργαμος την άκρη. 460 Μα ο Άρης πήγε το στρατό και γκάρδιωνε των Τρώων όμιος σα νάταν των Θρακών ο στρατηγός Ακάμας, και στους θεοσπαρμένους γιους φωνάζει του Πριάμου «Γιοί του Πριάμου, των θεών βλαστάρια, ως πότε ακόμα θ' αφίνετε έτσι απ' τους οχτρούς να σφάζεται ο λαός σας; 465 Για λέτε ως να ζυγώσουν πια στις στεριωμένες πόρτες; Χάσαμε ένα άντρα ισότιμο του Έχτορα εδωπέρα, το γιο του μεγαλόψυχου Αχίση, τον Αινεία.
Εγώ, κύριοι, δεν πήγα εις τα πόδια κανενός, Και εις τούτο είνε μάρτυς αληθής ο ουρανός. Διά ποίον λοιπόν λόγον με αφίνετε απ' έξω, Και με φέρνετε εις θέσιν να εμβώ να σας της βρέξω; Όταν ήλθα με τον γέρο Ραγκαβή, εσείς μονάχοι Δεν μας είπατε με χάριν να σας δείξωμεν την ράχη, Κι' όταν έλθη ο καιρός μας, θα μας πήτ' ορθά κοφτά, Να ορίσωμεν και πάλιν; . . . Αι! δεν τάπατε αυτά;
Τότε βάνουμε όλοι τις φωνές. — Μωρ' αδέρφια, πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε; σωτηρία!... Αδέρφια, πνιγόμαστε!... σωτηρία! . Ακούστηκε κάποια φωνή κ' επάψαμε βουλώνοντας ένας του άλλου το στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα, ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή: — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... Δεν το επίστευαν τ' αυτιά μου· δεν ήθελε η ψυχή μου να το ακούση!
Λοιπόν ύστερ' από τόσα υπομνήματα μεγάλα, Νταραβέρια, σούρτα φέρτα, προσκλητήρια και άλλα, Με αφίνετε απ' έξω μοναχόν μου εις τα κρύα; . .. Α! μ' αυτά, σας ξαναλέγω, είνε πράγματα αχρεία. Αι! ανοίξετε μου τόρα, σας θερμοπαρακαλώ . . . Βλέπετ' ότι ο καϋμένος σας το λέγω με καλό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν