Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Έκανε να πιάσει κανένα, τόσο κοντά πετούσαν στο πρόσωπό του, και έμενε ακίνητος παραφυλώντας∙ έτσι περνούσε η ώρα. Μια μέρα όμως είδε ν’ ανεβαίνει, διασχίζοντας την μικρή αυλή, η κουρασμένη φιγούρα του Έφις και τότε κατάλαβε ότι εκείνον περίμενε. Μόλις έφτασε κάτω από το παραθυράκι ο υπηρέτης κοίταξε προς τα επάνω χωρίς να μιλήσει.

Προ της δύσεως τω όντι του ηλίου ετελείωσεν η παράστασις της κωμωδίας και εισήλθον μαζί εις το αυτό διαμέρισμα του ορνιθώνος. Φαίνεται ότι είχαν πολλά να ειπούν, διότι όταν εξήλθε την επιούσαν εφαίνετο η ορνιθούλα πολύ μεν ευχαριστημένη, αλλά και κάπως κουρασμένη.

ΒΕΡΑΜιλώ για τον εαυτό μου. Πώς να ζυγώσω στο βωμό, πώς θέλεις να ζυγώσω; Και τι να φέρω στους θεούς; Αλλοίμονο! Ένα σώμα αρρωστημένο, γερασμένο! Μια ψυχή πληγωμένη! Μια κουρασμένη σκέψη. Οι θεοί δε θα δεχτούνε τη θυσία μου. Θα μοιάζη σαν ιεροσυλία. ΦΛΕΡΗΣΑλλοίμονο! ΒΕΡΑΜιλώ λοιπόν τόσο σκοτεινά, που δεν με καταλαβαίνεις; ΦΛΕΡΗΣΑλλοίμονο!

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ωχ! άφησέ με μιαν στιγμήν και είμαι κουρασμένη. Τι δρόμον που τον έκαμα! Πονούν τα κόκκαλά μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας είχα ‘γώ τα νέα σου και συ τα κόκκαλά μου! ‘Πέ μου να ζήσης, ω γλυκειά, γλυκειά μου παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι βία! Μέγας ο Θεός! υπομονήν δεν έχεις; Δεν βλέπεις; Ελαχάνιασα κι’ αναπνοήν δεν έχω.

Ναι, μας έπιασε βροχή· μα δεν είνε τίποτα, είπε ο Δημητράκης· τώρα που φτάσαμ' εδώ όλα θα περάσουν δεν είν' αλήθεια, μάννα; — Ναι, παιδί μου' εψιθύρισε κείνη χαμογελώντας. Μπήκανε στο δωμάτιο κ' η γερόντισσα παραδόθηκε στη φροντίδα της κόρης. Αλήθεια ήταν πολύ κουρασμένη. Η θλίψη με την κούραση μάλωναν στο πρόσωπό της και τόκαναν αυστηρό και συμπαθητικό.

Δεν ήταν βέβαια ποτέ καλοδουλεμένο και πλούσιο σ' αποδοσίδια. Η γη του δώσεδώσε τον παλιόν καιρό, φαινόταν κουρασμένη. Οπωσδήποτε στην ορμητική θέληση του Αντρέα του Ευμορφόπουλου άρχισε πάλε να υπόσχεται πολλά. Τα φύτρα και τα φύλλα έδειχναν νέα ζωή. Μα τώρα φαινόταν κουρνιαχτός. Πολλοί αργάτες πηγαινορχόνταν εκεί μέσα. Άλλοι με αξίνες, άλλοι με τσεκούρια, με δρεπάνια, με λοστούς, με δυναμίτη.

Δύνασαι να αναβής εις τον ίππον μου, αν είσαι κουρασμένη. — Όχι, είπεν η Αϊμά. — Θεόδωρε! έκραξεν ο ξένος προς τον σύντροφόν του. — Τι διατάττει ο άρχων; απήντησεν ο Θεόδωρος. — Θα αναβιβάσης αυτήν την κόρην εις τον ίππον. Ημείς περιπατούμεν πεζοί. — Ορισμός σας, άρχων! — Είνε λοιπόν άρχων; είπε καθ' εαυτήν η Αϊμά. Αλλ' εκείνος τότε, ο ιδικός μου, εφαίνετο επαίτης. Δεν θα είνε αυτός.

Έλα, αμέσως τώρα πάρε τον και πήγαινετο Δούβρον . Θα εύρης και υποδοχήν εκεί και προστασίαν. Σου λέγω, πάρε τον ευθύς! Μη στέκεσαι, διότι και η ζωή του θα χαθήολίγον, κ' η ζωή σου, μαζί με όσους ευρεθούν να τον διαφεντεύσουν. Ω! σήκωσέ τον, πάρε τον και ακολούθησέ με σας έχω έτοιμα εδώ τα μέσα της φυγής σας. ΚΕΝΤ Ιδέ. Απεκοιμήθηκε η κουρασμένη φύσις.

Και χτυπάει γύρω του με το ρόπαλο: «Φευγάτε από δω, Άρχοντες της Κορνουάλλης! Τι μένετε ακόμη; Δε φάγατε αρκετά; Δεν χορτάσατε;» Ο Βασιληάς, αφού διασκέδασε με τον τρελλό, καβάλλησε το άτι του κ' ετοιμάστηκε για κυνήγι με τους βαρώνους και τους ιπποκόμους. «Μεγαλειότατε, του είπεν η Βασίλισσα, είμαι κουρασμένη κι' αδιάθετη! Αφήστε με να πάω να ναπαυθώ στο δωμάτιό μου.

Η ξένη προέβη εις τα έσω της καλύβης και περιειργάζετο μετά πολλού διαφέροντος πάντα όσα έβλεπεν. Ηρεμαία τις απόχρωσις λύπης και οίκτου εσκίασε την μορφήν της. Το λεπτόν τούτο νέφος παρετήρησεν η Αϊμά. Ησθάνθη δε ευθύς συμπάθειαν προς την ξένην, και ουδεμία κακή ιδέα διέβη διά της φαντασίας της. — Δος μοι έν κάθισμα, διότι είμαι πολύ κουρασμένη, Αϊμά,

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν