Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025


Να λυπάσαι τις γυναίκεςείναι καλές κι ανήξερες σαν τα παιδάκια· γυρέβουμε να μας δώσουν πράματα αδύνατα, που τα θαρρούμε δυνατά. Το νοιώθουν κάποτες οι ίδιες και πονούν. Εκείνες δε φταιν και δε φταίμε μήτε μεις. Η αγάπη, όπου περάση, ή σπέρνει ή παίρνει ζωή. Τέτοιος νόμος την κυβερνά και πάντα συντροφικά τρέχει πλάγι της ο Χάρος.

Κ' εκείνοι άμα έμειναν μονάχοι επειδή τότε πρωτάκουσαν για έρωτα, τους πλάκωσε την ψυχή κάποια λύπη και τη νύχτα όταν εγύρισαν στα σπίτια τους, παράβαναν τα δικά τους με τα όσα άκουσαν: — Πονούν οι ερωτευμένοι· κ' εμείς πονούμε. Δεν τους μέλει για φαΐ· κ' εμάς το ίδιο δε μας μέλει. Δε μπορούνε να κοιμηθούνε· μα κ' εμείς τώρα υποφέρνουμε το ίδιο.

Έπειτα, επειδή όλων τα εντόσθια είχον αρχίση να πονούν από τους σπασμούς του γέλωτος, απεφάσισαν να παραπέμψουν την δίκην εις την Ιταλίαν. Τώρα δε, ως λέγεται, ο Διοκλής γυμνάζεται εις την ρητορικήν και ετοιμάζει την κατηγορίαν και ανακινεί την υπόθεσιν της μοιχείας.

Δε ξέρεις τι θα πη δίψα, ν' ακούσης να μιλούν τη γλώσσα σου, να αισθάνωνται όπως αισθάνεσαι και συ, να ζουν με τα δικά σου τα ιδανικά, να πονούν μαζή σου για ένα κοινό πόνο! Δεν ξέρεις τι θα πη εξορία είκοσι χρόνων, από το σπίτι σου, όσο φτωχικό κ' αν ήταν, από τους δικούς σου, όπου τους έχασες ένα ένα, χωρίς ελπίδα να τους ξαναϊδής....

Ποια τώρ' απ' όλαις σας θα 'πή πως δεν χορεύει; Εάν καμμιά την δύσκολην θελήση να μας κάμη, παίρνω τον όρκον μου εγώ πως της πονούν οι κάλοι. Ωραία δεν σας έπιασα; — Καλώς τους άρχοντάς μου!

Την ώρα όμως που με κόπο σηκωνόταν, με τα γόνατά του να τον πονούν, ένοιωσε θλίψη, σαν να πέρασε η σκιά ενός σύννεφου μέσα από την εκκλησία, σκεπάζοντας το πρόσωπο της Μαγδαληνής. Και το πρόσωπο της ντόνας Νοέμι το σκέπαζε σκιά, ενώ σκυμμένη έραβε μέσα στην αυλή. Ο Έφις έκοψε έναν πανσέ από την άκρη του πηγαδιού και της τον προσέφερε.

Θα ήτον ίσως βάλσαμον αυτός ο ύπνος τώρατον κλονισμένον του τον νουν. Πώς νάλθη θεραπεία, εάν και περιποίησις κι' ανάπαυσις του λείπη; Βοήθησέ με συ εδώ να τον ανασηκώσω, Μαζί μας έλα. ΓΛΟΣΤ. Γρήγορα. Ελάτε! μην αργείτε! ΕΔΓΑΡ Όταν πονούν, καθώς ημάς, και οι καλλίτεροί μας, μας φαίνετ' ελαφρότερος ο ιδικός μας πόνος.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Ωχ! άφησέ με μιαν στιγμήν και είμαι κουρασμένη. Τι δρόμον που τον έκαμα! Πονούν τα κόκκαλά μου. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ας είχα ‘γώ τα νέα σου και συ τα κόκκαλά μου! ‘Πέ μου να ζήσης, ω γλυκειά, γλυκειά μου παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Τι βία! Μέγας ο Θεός! υπομονήν δεν έχεις; Δεν βλέπεις; Ελαχάνιασα κι’ αναπνοήν δεν έχω.

Ήσαν δύο παλαιοί, λησμονημένοι χωροφύλακες, από την εποχήν προ του Συντάγματος, με τουζλούκια και με χειρίδας ανοικτάς, δυσκίνητοι, συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια, και μη θέλοντες να φαίνονται κακοί. — Έννοια σας, εσείς! έκραξεν ο Λούκας χωρίς να ταραχθή. Ξέρω εγώ τι να του πω του μπάρμπα-Χρήστου, και μη σας μέλη.

Λέξη Της Ημέρας

θεληματικόν

Άλλοι Ψάχνουν