United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δύσκολον ήτο να δώσω ρίνας, ώτα και οφθαλμούς εις όσους δεν είχον. Αλλ' όσοι είχον μόνον πληγάς ανοικτάς, εξ ων έρρεε το αίμα, χωρίς να τους λείπη κανέν μέλος του σώματος, τούτους, ομολογώ, τους επεριποιούμην θαυμάσια. Καμμία νοσοκόμος δεν έκαμνε καλλίτερον εμού το ξαντόν, καμμία δεν επέδενε δεξιώτερον τα τραύματα.

Η καλή Παρασκευή μας υπεδέχθη με ανοικτάς αγκάλας, χάρις δε εις τον σύζυγόν της εύρομεν εις τον λιμενίσκον, όπου ο Κεφάλας με είχεν αποβιβάσει, πλοιάριον επί του οποίου την επομένην εσπέραν απεπλεύσαμεν με άνεμον ούριον, και την επαύριον πρωί αφίχθημεν σώοι εις Τήνον. Η χαρά της μητρός μου ότε με επανείδε δεν περιγράφεται.

Τας αίγας του ο πτωχός αιπόλος τας άφησεν όπως ευρέθησαν εις το έλεος του Θεού, ουδέ είχε καιρόν να τας οδηγήση οπίσω εις την μάνδραν, και να τας ασφαλίση. Βοσκόν άλλον ν' αφήση αναπληρωτήν δεν είχε την στιγμήν εκείνην. Ο ψυχογυιός του δεν είχεν επιστρέψει ακόμη από το φρούριον. Το παληόπαιδο θα ηύρε τας πύλας ανοικτάς και θα το έστρωσε με φίλους εις κανέν καπηλείον.

Ο καθολικός νόμος της φιλοξενίας υποχρεοί τον ανατολίτην να ζη με ανοικτάς θύρας, και πας τις δύναται εν πάση ώρα να εισέλθη εις τα δώματά του. Αλλ' εις την περίστασιν ταύτην υπήρξε πλάσμα τι το οποίον συνεκέντρωσε θάρρος να εισχωρήση εις την οικίαν ταύτην, απρόσκλητον άμα και όχι ευπρόσδεκτον.

Ο κοιτών εφωτίζετο μόλις υπό της προ των εικόνων λυχνίας, και ήτο βαθεία της νυκτός η σιωπή. Αίφνης μου εφάνη ότι ακούω ασυνήθη έξω θόρυβον και ομιλίας εις τον δρόμον. Ηγέρθην ησύχως, ήνοιξα το παραθυρόφυλλον και, διά μέσου του σκότους, διέκρινα σκιάς ανθρώπων εις την οδόν και ανοικτάς των άντικρυ οικιών τας θύρας. Δεν ετόλμων ν' ανοίξω το παράθυρον• ο πατήρ μου εφαίνετο ησυχάζων.

Ήσαν δύο παλαιοί, λησμονημένοι χωροφύλακες, από την εποχήν προ του Συντάγματος, με τουζλούκια και με χειρίδας ανοικτάς, δυσκίνητοι, συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια, και μη θέλοντες να φαίνονται κακοί. — Έννοια σας, εσείς! έκραξεν ο Λούκας χωρίς να ταραχθή. Ξέρω εγώ τι να του πω του μπάρμπα-Χρήστου, και μη σας μέλη.

Αι δύο μεγάλαι γοργόνες αι γαλάζιαι, τας οποίας έφερεν επί των δύο σκληρών βραχιόνων του υπερηφάνως, γεγραμμένας διά βελόνης, εμβαπτισθείσης εν διαλύσει πυρίτιδος και ο μέγας δικέφαλος αετός εν μέσω του στήθους του με ανοικτάς τας πτέρυγας και τον σταυρόν εν τω μέσω κατά τον αυτόν τρόπον κεντηθείς, εμαρτύρουν γενναίον άνδρα παίζοντα με την πυρίτιδα και με το αίμα του.

Μετ' ολίγον ηκούσθησαν άλλα βήματα ξένος ιππεύς ήρχετο εις το λαγκάδι διά να ποτίση τον ίππον του. Εφόρει μαύρο σκουφάκι εις την κεφαλήν, μεϊντανογέλεκα από λευκό σαγάκι, κεντημένα με μαύρα σειρήτια, υποκάμισον με χειρίδας ανοικτάς, κοντήν και λερήν φουστανέλλαν, και τσαρούχια εις τους πόδας. Από του σελαχίου του προέκυπτον κοκκαλίνη λαβή μαχαίρας και ολίγον το κοντάκι πιστολιού.