United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγον ηκούσθησαν άλλα βήματα ξένος ιππεύς ήρχετο εις το λαγκάδι διά να ποτίση τον ίππον του. Εφόρει μαύρο σκουφάκι εις την κεφαλήν, μεϊντανογέλεκα από λευκό σαγάκι, κεντημένα με μαύρα σειρήτια, υποκάμισον με χειρίδας ανοικτάς, κοντήν και λερήν φουστανέλλαν, και τσαρούχια εις τους πόδας. Από του σελαχίου του προέκυπτον κοκκαλίνη λαβή μαχαίρας και ολίγον το κοντάκι πιστολιού.

Σε είχα πρωί πρωί προσμείνει και σε περίμενα ολημέρα κι ήρθες το δείλι προς το βράδυ. Και μου είπες: όχι στο λαγκάδι κι όχι στο δάσος, μου είπες, πέρα και στο βουνό με τον αέρα. Κι ούτε στον κάμπο, μου είπες πάλι, κι ούτε στο λόφο περαπέρα κι ούτε στο πράσινο ακρογιάλι, μα πιο μακριά κι ακόμα πέρα που φωτεινότερη είναι η μέρα. Ήταν αλήθεια κι ήταν θάμα, οι πάγοι ρόδα είχαν γεμίσει.

Χρόνια και μήνες πλάνεσα, σαν διψασμένο αλάφι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω. Τάχα από ποιο βουνόκορφο και ποιόν γκρεμό να πέφτη; Σε τι λαγκάδι να περνά.

Ησθάνετο βάρος εις την κεφαλήν, τα ώτα του εβόιζον φρικωδώς, οι οφθαλμοί του ήσαν νωθροί και κάθυγροι εκ του πυρετού. Σιγά σιγά, αργοβατών κατήλθε μετά πολλού κόπου εις το λαγκάδι του Μπάστα.

Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς· οι Δράκοι βασιλεύουν. Σε 'λίγο το φεγγάρι 'Σάν βασιλέψη τρίβαθο σκοτάδι θε να πάρη. Πόσο το χειμωνιάτικο είν' άγριο το σκοτάδι! Κι' αν ξενυχτίσηςτο βουνό, 'ς το λόγγο, ή λαγκάδι Διπλή σου χύνουντην καρδιά, διπλή ανατριχίλα Το κρύο κ' η μαυρίλα.

Και πάλι προς το ουρανό Εσήκωσα το 'μάτι Και πάλι, πάλι έπεσα Σε συλλογή μεγάλη, Σε συλλογή, που μ' έφυγεν Ο νους μ' απ' το κεφάλι, Κι' ο ύπνος μεςτη συλλογή Μ' επλάνεψε κομμάτι. Τα θολωμένα 'μάτια μου Δεν πρόφθασα να κλείσω, Κ' ύπνος τα πλάκωσε βαρύς, Βαθύς 'σάν το σκοτάδι, Κ' είδα ένα όνειρο φρικτό· Πώς βγήκε απ' το λαγκάδι Ωχρόλευκο ένα Φάντασμα· Το συλλογιούμαι. . . . φρίσσω!

Δέσε στο χέρι μου το χέρι, έτσι όπως τότε μιαν ημέρα· πουλιά λαλούσαν στον αέρα, στης άνοιξης το πρώτο χάδι στους κλώνους έλιωνε το χιόνι· ήταν βαθιά μες στο λαγκάδι και βρέθηκες κοντά μου μόνη. Δε λέω το μυστικό σου· στάσου να πω μονάχα τη χαρά σου όταν στο λόφο είχαμε φτάση κι αντίκρυσες τον ήλιο κάτου, που χρυσοφώτιζε τα δάση· σ' ένα λαμπρό βασίλεμά του.

Δεν ήτο βράχος αυτός ή δένδρον· δεν ήτο τίποτε. Ήτο μόνον μία βραχνή φωνή που ήρχετο από το βάθος ενός στενού λαγκαδιού κιό,τι της φώναζες το ξανάλεγε, σαν να κοροΐδευε. Αι! της έλεγες· αι! σαπηλογιέτο μονομιάς. Κιαυτός ήτον ο Θοδωρής, ένα βοσκάκι, πούχε την κακή συνήθεια να κλέφτη γιδοπρόβατα. Διά τούτο και απελιθώθη εκεί στο λαγκάδι και είχε κατάρα να επαναλαμβάνη κάθε φωνή.

Συχνά τον Ήλιο τώρα Όχι ο καϋμός του κυνηγιού, άλλος καϋμός τον φέρει 'Στού Απάνου-Κόσμου τα βουνά. Κάθε λαγκάδι τώρα Και κάθε δάσος που περνά δεν τα 'ρωτά για αγρίμια, Ρωτά για την αγάπη του, την μαυρομμάτα κόρη. Κι' όταν 'ςτόν τόπο της περνά και ροβολά 'ςτή βρύση Πάντα την βρίσκει μοναχή, και κάθεται σιμά της, Και πίνει από τα χέρια της το κρύο νερό της βρύσης. Πέρασαν μήνες, πέρασαν.

Όταν επέρασε από του Θοδωρή το λαγκάδι, του ανήγγειλε το σπουδαίον γεγονός: — Θοδωρή! κατές το πως εμεγάλωσα! Αλλ' ο ανόητος Θοδωρής, αντί να τον συγχαρή, επανέλαβεν, όπως πάντοτε, απαράλλακτα την φράσιν. Ηδύνατο ο Μανώλης να παρατηρήση και κάτι τι άλλο χαρακτηριστικόν της μεταβολής, αλλ' ίσως του διέφυγε τούτο.