Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
— Διάκε, νερό κι αλάτι... Εσ' είσαι ακόμα ζωντανός, και τον Κιοσέ Βεζήρη Τον έχομε 'ς τα νύχια μας, μ' ένα σου λόγο, σβυέται... Δεν ξέρω παρακάλεσαις, δε διακονεύω σχώρια... Στοχάσου... η ώραις φεύγουνε... και πες μου, ναι ή όχι; — Εψές τα παλληκάρια σου, Ομέρπασα Βριόνη, Το δαχτυλίδι μάρπαξαν και το φορείς 'ς το χέρι.. Πριν απαντήσω... το φιλείς; — Και τι σημάδια φέρνει;
Περνούν μεσάνυχτα κ' η Πούλια σβυέται, Τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμόν' η Αυγή. Στέκει.. ακουρμένεται... δεν αγροικιέται Κανένα πάτημα... παντού σιγή. Ξύπνούν η πέρδικαις 'ς το χαραμέρι. 'Στο λόγγο ερρίχτηκε, γύρω θωρεί... Γνωρίζει ανέλπιστα παληό λημέρι, Τη βρύση εξάνοιξε πώτρεχ' εκεί. Πάλ' ακουρμαίνεται... γέρνει ταυτιά του.
Μοναχά το βράδυ βράδυ, Σίντα βασιλεύει ο ήλιος, σίντα ανάβονται τ' αστέρια, Απ' του Κάστρου τα βουλίδια κι' από τα χαλάσματα Λεν πως βγαίνει ασπροντυμένη, σαν Στοιχειό, σαν Φάντασμα. Τι νάνε η λαμπερή φωτιά μέσ' 'ς το βουνό το πέρα Πού πότε πότε ανάβεται και πότε πότε σβυέται; — Αυτήν την ώρα οι πιστικοί τα πρόβατα σκαρίζουν.
Τ' έχεις, φλογέρα, πες μου το, πες μου το, μη σωπαίνης· Τι κλαις μονάχη και ξυπνάς την πλάσι από τον ύπνο; Και τον κρυφό τον πόνο μου ξυπνάς και την καρδιά μου, Κ' αρχίζει τ' αναστέναγμα, αρχίζει και το κλάμα! Φαρμακωμένη η δύστυχη μέρα με μέρα σβυέται, Αφ' όντας την αγάπη μου τα μάτια μου δεν είδαν.
Νυχτόημερα παρακαλώ Αγίους και Παναγία, Τάζω ασημένια τάματα, και δεν μ' ακούν κ' εκείνοι. Αν μου το έφερνες εσύ, σ' εχρύσωνα φλογέρα!.. Ξάφνου η φλογέρα εσώπασε και σβυέται το τραγούδι. Τα φουντωτά κοντόκλαδα μεριάζουνε μπροστά του, Και 'ς το γοργό αναμέριασμα κάποιο κορμί προβάλλει.
Όταν τη νύχτα 'ς τον τροχό τα σύνεργα επερνούσε Κι' ανάδευε τα χέρια του κ' έτρεμε το κεφάλι, Παρασαρκίδα αφύσικη μες 'ς την κοιλιά του δέντρου, Εφάνταζεν από μακρά ότι ήτον θεριεμένο Χταπόδι 'ς τη θαλάμη του που πρόσμενε κυνήγι Κι' ανήσυχο παράδερνε με τους αποκλαμούς του, 'Σ αυτόν το λάκκο από βραδύς θαμμένος είν' ο Διάκος, Ταστροπελέκι του βουνού σβυέται 'ς αυτό το μνήμα.
Χρόνους επτά εκράτησε Η φλόγ' αυτή κ' η πάλη. Εσβύσθηκε . . . Ετάραξε Την οικουμένη όλη, 'Στή θάλασσα βυθίσθηκαν Των τούρκων τόσοι στόλοι, Και 'ς τη στεριά αφήσανε Μια δεκατιά μεγάλη. Εσβύσθηκε ... Κ' εσβύσθηκε Πώς σβυέται το καμίνι Που λείπει μεν η φλόγα του, Αλλά μέσα του βράζει· Κι' άμα φυσήξη άνεμος, Έξω τήνε πετάζει, Και πάλι καίει με ορμή . . . Έτσ' έσβυσε κ' εκείνη.
Σβυέται ο Σταυρός μεσουρανίς· οι Δράκοι βασιλεύουν. Σε 'λίγο το φεγγάρι 'Σάν βασιλέψη τρίβαθο σκοτάδι θε να πάρη. Πόσο το χειμωνιάτικο είν' άγριο το σκοτάδι! Κι' αν ξενυχτίσης 'ς το βουνό, 'ς το λόγγο, ή λαγκάδι Διπλή σου χύνουν 'ς την καρδιά, διπλή ανατριχίλα Το κρύο κ' η μαυρίλα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν