United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τον καιρό η κερά Πιπίνα, της κατεβαίνει να θυμηθή πως ο μακαρίτης ο πεθερός της είτανε θαμμένος στης Αγιά Παρασκευής το μικρό κοιμητήριο, και πως χρέος της είτανε να πηγαίνη να τονε θεμιάζη τα σαβατόβραδα. Πήγαινε λοιπόν και θέμιαζ' εκεί ύστερ' από το Σπερνό, και σα σκοτείνιαζε, έβρισκε τρόπο κ' έμπαινε και στο κελλί του Παπά Νικηφόρου. Άμα τα είδε αυτά η γειτονιά, πήγε να χαλάση ο κόσμος.

Όταν τη νύχτατον τροχό τα σύνεργα επερνούσε Κι' ανάδευε τα χέρια του κ' έτρεμε το κεφάλι, Παρασαρκίδα αφύσικη μεςτην κοιλιά του δέντρου, Εφάνταζεν από μακρά ότι ήτον θεριεμένο Χταπόδιτη θαλάμη του που πρόσμενε κυνήγι Κι' ανήσυχο παράδερνε με τους αποκλαμούς του, 'Σ αυτόν το λάκκο από βραδύς θαμμένος είν' ο Διάκος, Ταστροπελέκι του βουνού σβυέταιαυτό το μνήμα.

Τα είδες εσύ ποτέ σου αυτά, παπά-Νικόλα μου; Εγώ τα είδα. Μάλιστα. Εκεί είνε λοιπόν και ο Αράπης θαμμένος, και του ανάπτουν και καντήλι οι Τούρκοι και τον έχουν τον τάφον του με κάγκελλα συγυρισμένον και ένα εύμορφον κλήμα τον σκεπάζει με τα πλατειά τα φύλλα του.

Έτυχε ποτέ σου να δης φάντασμα, από μέσα κιβούρι, κι απ' έξω άσπρο, καθάριο σεντόνι; Να τρομάζης, και να πολεμάς να το ξεφύγης, κι όλο να τακολουθάης το στοιχειό; Να τρέμουν τα σκέλια σου, και να μην πέφτης χάμω, μόνο να πηγαίνης κατόπι του ώσπου να σε φέρνη στο Κοιμητήριο, να σου δείχνη τα μνήματα ένα ένα, να σε κάνη να διαβάζης τις πλάκες τους, να γονατίζης εμπρός τους, ύστερα να σε προστάζη να ξαπλώνεσαι και να θαρρής πως είσαι και συ θαμμένος μέσα στο Κοιμητήριο; Να το ξέρης πως μπορείς να σηκωθής, να τρέξης και να φύγης έξω στο ζωντανό τον κόσμο, και πάλι να μην μπορής, γιατί δεν το θέλει το φάντασμα; Κ' έτσι να γίνεται η θέλησή του δική σου, και να μένης εκεί ξαπλωμένος και μισαποθαμμένος, και να φαντάζεσαι πως σ' έχουνε σκεπασμένο και με μνημείο μαρμάρινο, με γράμματα χρυσωμένα απάνω του, μ' άλλα λόγια πως πέθανες, δοξάστηκες, αποθεώθηκες;

Λοιπόν ο θησαυρός περί ου ο λόγος, χιλιάδες φλωρία, όλο βενέτικα, ήτο θαμμένος σιμά εις την Παναγίαν της Κεχριάς, απ' οπίσω απ' το παλαιόν μοναστηράκι, κατά την μικρήν πόρταν, σύρριζα εις την νοτιανατολικήν, όπου ήτον όλη κατηρειπωμένη τώρα, και το μονύδριον έρημον από πολλού.

Δεν καλόνοιωθα τι έτρεξε, μα έβλεπα, έβλεπα τις πέτρες που σήκωναν, τα ξύλα που τραβούσανε σιγανά, τη σκόνη που μ' έπνιγε. Έβλεπα και το γέρο το Βασίλη, ξεσκισμένο, λαβωμένο, χωματιασμένο, να τους φωνάζη όλους με βραχνιασμένη φωνή, «προσέξτ' από δω, παιδιά, τραβάτ' από κει». Ύστερα ένοιωσα πως δεν είμουν πια θαμμένος, πως με σήκωναν.

Ο κακόμοιρος ο Ρωμαίος είναι απο- θαμμένος πλέον! Τον εμαχαίρωσε το μαύρο 'μάτι μιας άσπρης κοπέλας· του ετρύπησε το αυτί ένα ερωτικόν τραγουδάκι· του επλήγωσε τα φυλλοκάρδια το βέλος του τυφλού παιδιού που ηξεύρεις·και θέλεις τέτοιος άνθρωπος να δείξη στήθος εις τον Τυβάλτην; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Και τι τάχα είναι ο Τυβάλτης; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Δεν χωρατεύει ο Τυβάλτης.

Ανδρειεύεται η καρδιά του Τρέχει ακόμα λίγο εμπρός, Μια κρυφή βρίσκει σπηλειά του, Μέσα ρίχνεται ο φτωχός. Ξεφορτόνεται, δειλιάζει, Γέρνει αναίσθητοςτη γη, Κλει τα μάτια του, πλαγιάζει Και το λείψανο κρατεί. Κ' εκεί πούτανε θαμμένος Μεςτου ύπνου τη νυχτιά, Σ' το πλευρό του ο σκοτωμένος Ανταριάζεται, ξυπνά. Στέκει εμπρός του... Τα δυο μάτια Κούφια χάσκουνε πλατειά.