Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Μετά την εξομολόγηση δεν ξαναμίλησε, δεν ξαναπαραπονέθηκε. Έμενε με σκεπασμένο το κεφάλι, αλλά η ντόνα Έστερ κάθε φορά που ανασήκωνε το χράμι έβλεπε το ταλαιπωρημένο του πρόσωπο όλο και πιο μικρό, μελανό, ζαρωμένο σαν ξερό δαμάσκηνο.
Ραβδί και κεφάλι έσπασαν μαζύ κομμάτια, κι' ο Περινίς, ο Ξανθός, ο Πιστός, έσπρωξε με το πόδι το πτώμα μέσα στο λάκκο τον σκεπασμένο με φύλλα. Την ωρισμένη μέρα, ο Βασιλιάς Μάρκος, η Ιζόλδη και οι βαρώνοι της Κορνουάλλης, καβάλλα στα υπερήφανα άλογά τους, έφθασαν — λαμπρή συνοδεία — στον Άσπρο Κάμπο, μέχρι τον ποταμό.
Και πού δεν μ' επήγε το παιδί μου ο Κιαμήλης! και πού δεν μ' επήγεν η χανούμισσα! Πρώτα πρώτα επήγαμεν εδώ κοντά στην Αγιά — Σοφιά. Ύστερα μ' επήγαν κ' επροσκύνησα στον τάφο του Κωνσταντίνου, στο Μ ε φ ά — μ ε ϊ δ ά ν ι. Να πας και συ δα, παιδί μου! Εδώ μεριά έχουν τον Αράπη, που τον εσκότωσε, σκεπασμένο όλο λ α χ ο ύ ρ ι α και χ α λ ι ά.
Επρόσθεσε αυτά εις το γράμμα της Καρολίνας: «Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά ανοίγω αυτά τα μάτια. Αχ! δεν θα δουν πια τον ήλιο. Θολερή, συννεφιασμένη ημέρα τον κρατεί σκεπασμένο και ο ουρανός είναι σκοτεινός. Έτσι έχε πένθος, φύσις· το παιδί σου, ο φίλος σου, ο εραστής σου πλησιάζει στο τέλος του. Ω Καρολίνα!
Κ' οι οχτροί της ακόμα — όχι δικοί της παρά τ' αντρός και των παιδιών της οχτροί — κ' εκείνοι δεν είχαν κακό λόγο για δαύτη. Η κρεββατοκάμαρα της Ελπίδας έγινε νεκρικός θάλαμος. Καταμεσής η κυρά Πανώρια ξαπλωμένη στην κάσσα της· δε φαινότανε παρά το πρόσωπό της. Το άλλο σώμα της ήταν σκεπασμένο από χίλιων ειδών λουλούδια και βότανα.
Εκείνη τη μέρα οι αναμνήσεις τής έκαναν κακό. Η απομάκρυνση των αδερφάδων της και ένας ενστικτώδης φόβος μοναξιάς την έφερναν πίσω στο παρελθόν. Το πορτοΚαλί φως του δειλινού, το Βουνό σκεπασμένο με μαβιά πέπλα, η μυρωδιά του απογεύματος, όλα οδηγούσαν την ψυχή της είκοσι χρόνια πριν.
Και δε φοβάσαι τα θεριά, τες νύχτες, τα σκοτάδια, Τους δρόμους, τες κακοτοπιές, τους κόπους, τα ποτάμια, Και δίνεις μ’ ευχαρίστηση και προθυμιά μεγάλη Διαμάντια για τους κόπους μου, φλωριά για τες ορμήνιες, Πετάξου σ’ όρη και βουνά, σε κάμπους και λειβάδια, Σε ποταμούς και σε λακκιές και φέρε μου στην ώρα, Που το φεγγάρι χάνεται και πιάνεται καινούργιο , Τρία περόνια γύφτικα , μια πιθαμή καθένα, Φκιασμένα τα μεσάνυχτα, αυγό μονομερίδας, Χολή οχιάς φαρμακερής, χελώνας αντεράκια, Μάτι σκορπιού κατάμαυρο, κατώχειλο γουστέρας Ποδάρια αράχνης κυβουριού, αγκάθι σκαντζοχοίρου, Κοιλιά γεμάτη σκουληκιού, τομάρι μαύρου άσβου, Αρκούδας ζέρβικο νεφρό, με ξύγγι σκεπασμένο, Σκυλλόδοντο λυσσάρικου και λιμασμένου λύκου, Μύτη κοράκικου σκυλλιού, λιάρας νυφίτσας σπλήνα, Σερνικοθήλυκου λαγού αυτί ριζοκομμένο, Μυαλό γαλάρας αλεπούς, αγριόγατας συκώτι, Κοράκου κόκκαλο ζερβί, πλεμόνι κουκκουβάγιας, Μπούφου κατάμαυρου καρδιά, βυζάκι νυχτερίδας, Νύχι δεξί χαμόρραγκα, λαρύγγι γουρουνίσιο, Γλώσσα από κίσσα θηλυκή, σκουτί πο πεθαμμένο, Τρεις τρίχες πο της Κορασιάς τες μακρειές πλεξίδες, Και σε κακάβι αγάνωτο, παλιό, χαλκωματένιο.
Αλήθεια φαίνεται πιο λαμπρότερο σα νάνε σκεπασμένο από καταχνιά. — Είνε η καταχνιά που πλάκωσε τους Μορφόπουλους. Να ιδές εδώ αυτόν τον καβαλλάρη. — Α! τι περήφανη ζωγραφιά! Τ' άλογό του πατάει απάνου σε κουφάρια. Η ματιά του σφάζει περισσότερο από το σπαθί του. Έχει κορώνα στο κεφάλι. Ποιος είν' Ελπίδα, ποιος είνε; — Είνε ο πρώτος μας· εκείνος που αντίκρυσε άφοβα το σπαθί του Χαγάνου.
Άλλη μισή ώρα, και τα δυο εκείνα σκοτωμένα θεριά είτανε χωμένα, και το νιόσκαφτο χώμα σκεπασμένο με κληματόβεργες και στοιβιές. Και τώρα δεν είχαμε στο καλύβι παρά το λείψανο του Γιωργάκη μου. Του πλύναμε τα στήθια, ρίξαμε στη φωτιά τα ματωμένα του ρούχα, τονε σαβανώσαμε, όλα τα κάμαμε.
«Τούτος είνε ο μέγας μονάρχης, ο ισχυρός και φοβερός Αυτοκράτωρ της Ινδίας· του οποίου το παλάτιον είναι σκεπασμένο με εκατό χιλιάδες ρουμπίνια, και έχει εις την εξουσίαν του είκοσι χιλιάδας χρυσάς κορώνας με πολύτιμα πετράδια· τούτος είνε ο πλέον πλούσιος και θαυμαστός Μονάρχης υπέρ πάντας τους βασιλείς της οικουμένης, απόγονος του Δαβίδ και του Σολομώντος».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν