United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος. — Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός· είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το ζερβί να μη στην πάρη... Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς γρινιάζει!

Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κόττας, και πήγαινε βιαστικός να ευλογήση κι' άλλα σπίτια, και να πη κι' άλλα « Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον... » κι' άλλα « Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός.. » κι' άλλα « Να ζήσητε και να καλοδεχτήτε... » κι' άλλα « Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... »

Το ζερβί του χέρι ανάερο έσφιγγε ακόμη την άκρη από το κέντημα. Στο στήθος, στην κοιλιά και στα πόδια του κάθονταν ανάκατα βιβλία και συντρίμμια· άλλα συντρίμμια σκέπαζαν απ' άκρη σ' άκρη το πάτωμα σαν ποταμού κατεβασιά. — Θρήνος έγινε! είπε με φρίκη ο γιος του Χαγάνου. — Καταστροφή!... μεγάλη καταστροφή! είπε κι ο Περαχώρας με θλίψη.

Ένα σωρό βοτανικά, πού να τα συλλογιούμε; Τα συναπίσματα ευθύς, το μπάνιο, της αβδέλλαις. Σερβιτζιάλια, αίματα, γκόμα και καραμέλαις. Ο άρρωστος δεν είν' καλά κράξται κ' ένα μπαρπέρη. Πάρτε του αίμας γλήγωρα απ' το ζερβί το χέρι. Ο Αστυνόμος και ο Ιατρός.

Και χτύπησε το αδειανό του ποτήρι στο τραπέζι, σκουπίζοντας με το ζερβί του τα δασά του μουστάκια. — Καλά, Μαστρο-Ρήγα! έκανε πειραγμένος ο Γιάννης. Με συμπαθάς... Σα με πήρες για παλαβό, που δεν ξέρω τι λέω... Ο Ρήγας του Μαθιού χαμογέλασε πρόσχαρα. — Σαν το θέλης, μωρέ μάτια μου, έτσι είναι.

Ένας μωρίζει τη ζωή, ό,τ' είπε θα να γένη. Πώς με ρωτάς, Ομέρπασα;... Το χέρι το δεξί μου Τώχασα χτες μεςτη φωτιά. Με τάλλο ωρφανεμένο Δε θα χορταίνω σκοτωμό. Με φτάνει το ζερβί σου.

Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα, με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου. «Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, στον τόπο που γεννήθηκα! «Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου!

Εγύρισα ευθύς εις εκείνο το μέρος που έβγαινεν η φωνή, διά να ιδώ, και είδα ένα άλλο Αφρικόν τελώνιον ξαπλωμένον κατά γης, πολλά μεγαλύτερον από τον Αφρικόν, που με είχε ρίξει εις την θάλασσαν και πολλά ασχημότερον· αυτό είχε τον λαιμόν ωσάν του ελέφαντος· τον ζερβί οφθαλμόν κόκκινον ωσάν την φωτιάν· και τον δεξιόν γαλάζιον. Έλα σιμά εις εμέ, μου είπε, διά να αναπαυθής, και μην φοβάσαι τίποτε.

Αντίκρυ του, σαν όμορφο Άγαλμα του Φειδίου, Καθόντανε σε μάρμαρο Εκείνος ο μεγάλος Της Αλαμάνας ήρωας, 'Σαν Λεωνίδας άλλος, Ο Διάκος, ο καταστροφεύς Κ' εχθρός του Κορανίου. Κυττάζει όλους μια φορά Μ' αστραπηβόλα μάτια, Και με μια σοβαρότητα. Το ζέρβιο χέρι βάνει Μες το ζερβί του το πλευρό. Βγάζει το γιαταγάνι, Και λέγει: «Αδέλφια, βλέπετε; « Γίνηκε δυο κομμάτια»

Άλλος εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι το σκαντάλι. Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.