United States or Saint Pierre and Miquelon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν γύρισα απ' αυτού, ανέβηκα και περπατούσα επάνω στον τοίχο· μέσα κοίτουνταν η Πόλη, απέραντη, μπερδεμένη με τη ζωή και γεμάτη σπίτια· απ' έξω ερημιά και νεκροταφεία· απότομα κόβεται η ζωή. Από μέσα οι Γύφτοι έχουν κολλήσει στους τοίχους τα σανιδένια χάρβαλά τους, που τα στολίζουν τενεκέδες.

Μα ενώ περπατούσα, γύρισα άξαφνα πίσω και κει είδα το άσπρο καπέλο της γυναικός μου και το παρδαλό φόρεμά της να παρουσιάζουνται ανάμεσα από τα θάμνα των γιασεμιών. Και την ίδια στιγμή άκουσα, τη φωνή του Σβεν. Χαμογελώντας γύρισα και τον είδα κρεμασμένον στο λαιμό της μητέρας του μ' ένα ξέσπασμα τρυφερότητας. Της φώναξα, μα ο μικρός αδερφός δεν την άφινε.

Μόνο τα δάχτυλα των ποδαριών μου κρύωναν λίγο, και τα χέρια μου λιγώτερο ακόμα, γιατί κρατούσα, με το δεξί το βούρδουλα και με το ζερβί τα χαλινάρια του αλόγου. «Η καρδιά μου χτυπούσε τικ-τακ, σα λιθοπάτημα από τη συγκίνηση, που έβλεπα, ότι βρισκόμουν και περπατούσα στον τόπο των ονειρατιών μου, στον τόπο που γεννήθηκα! «Τι γλυκειά στιγμή! Τι πανυγήρι, που έκανε η καρδιά μου!

Περνούσαμε τους στενούς δρόμους αμίλητοι σα φαντάσματα. Έτρεμα από το κρύο, κι' από την κρυάδα της νύχτας εκείνης. Ο χειμώνας συντρόφευε με το Κόλι, να με τρομάξουν. Άκουγα το μουγκρητό και περπατούσα βιαστικά και με ψεύτικο θάρρος. Και μόνο παρηγοριούμουν κ' ησύχαζα σαν έπεφταν του φαναριού η αχτίδες σε κανέναν τοίχο, σε καμιά πόρτα που γνώριζα.

Εσένα συλλογιούμαι σ' όλο μου το ταξίδι. Στη Σύρα, που περπατούσα με το φεγγάρι, εσένα είχα στο νου μου, και θαρρούσα πως δεν έβλεπα ζωή πουθενά και πως σέρνουμουν και γω σ' έναν κόσμο πεθαμμένο. Άξαφνα κατέβαινα στο γιαλό, μήτε τον κατήφορο φοβούμουνα μήτε το σκοτάδι μήτε τους βράχους. Με θωρούσαν και κρυφολαλούσαν. Ποιος είναι τούτος ο τρελλός; -Όχι! δεν είμαι τρελλός.

Αυτός ξέρει και τα ταχτοποιεί τόσο καλά για όλους μας. Μ' ένα αλαφρό, ευτυχισμένο χαμόγελο έκλεισε τα μάτια και ξαπλώθηκε καλά για ναποκοιμηθή. Όταν όμως συνόδεψα όξω τα παιδιά, φόρεσα το παλτό μου και κατέβηκα και περπατούσα στους ίδιους δρόμους του κήπου, όπου είχαμε περπατήσει λίγη ώρα πριν με τη γυναίκα μου. Είταν ήσυχο, ξάστερο ανοιξιάτικο βράδι με ψιλή παγωνιά.

Πλήρωσα και βγήκα στην είσοδο του ξενοδοχείου και περπατούσα πέρα δώθε· μου είταν αδύνατο να σταθώ σε μια θέση, αδύνατο να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. «Το παιδί μου πεθαίνει», είπα του πορτιέρη· «γι' αυτό είμαι τόσο νευρικόςΔοκίμασα να του χαμογελάσω για να του δώσω να εννοήση πως το έβλεπα κι ο ίδιος πως ο τρόπος μου είταν παράλογος.