United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πιο περίεργο είναι που στη μελέτη μου, ο Ρωμιός ονομάζεται πάντα Γραικός . Ο Ρωμιός , σε κείνα τα χρόνια, δε χτυπούσε όμορφα σταφτί γράφοντας τα ρωμαίικα και μελετώντας την ψυχή της Ρωμιοσόνης, καταλάβαμε πως έχει κι αφτός τα καλά του και το μεγαλείο του.

Να κι ο πρώτος αριθμός! Νάτο το πρώτο βραβείο ! Μπράβο, μπράβο ! Εύγε ! Και του χρόνου !» . . Κι απάνω σε δυο ρόδες πέρασε αργά-αργά μια βαρκούλα όλο από άσπρα τριαντάφυλλα, με το παννάκι της τανοιχτό, στολισμένο κι αυτό με γιρλάντες από γαλανά λουλούδια. . και την τραβούσανε δυο όμορφα ναυτάκια, ζεμένα στο τιμόνι του δίτροχου, και το καθένα κρατούσε στα χέρια του ψηλά από 'να περιστέρι άσπρο που φτεροκοπούσε. . μέσα στη βαρκούλα καθόταν ένα παιδάκι σαν ολόγυμνο, με τρικό ροζ, με φτερούγες στις πλάτες και με μια φαρέτρα γεμάτη βέλη-ο Έρωτας!-και κρατούσε στα χέρια του σα χαλινάρια τις ουράνιες κορδέλλες πούτονε δεμένα τα περιστέρια. «Α-ά-ά-α ! ! !» έκανε όλος ο κόσμος καθώς περνούσε και δος του χειροκροτήματα. . . Η Λιόλια χτυπούσε τα χέρια της σαν τρελλή και δάκρυζε απ’ την τόση ομορφιά, την τόση ευχαρίστηση.

Και στο κορμί ζερβόδεξα, το σνίχι κι' αστραγάλους τού τους χτυπούσε το μουντό τομάρι, που στην άκρη σκέπαζε της αφαλωτής ασπίδας το στεφάνι.

Στη θάλασσα, είχε για καλά σηκωθή ο άνεμος και χτυπούσε δυνατά τα πανιά. Το καράβι έφτασε γρήγωρα στη στεριά. Η Ιζόλδη η Ξανθή βγήκε όξω. Άκουσε μεγάλους θρήνους στους δρόμους. Άκουσε να χτυπούν η καμπάνες λυπητερά στης εκκλησιές και στα μοναστήρια. Ρωτάει τους περαστικούς γιατί η πένθιμες καμπάνες, γιατί οι θρήνοι. Ένας γέρος της λέει: «Αρχόντισσα, μεγάλο κακό μας ηύρε.

Κοντολογία: αυτός ο παπάς είταν το θάμα όλων των χωριών, που είταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι' οι Μικροχωρίτες τον αγαπούσαν πλειότερο, γιατί έλεγε όλα τα γράμματα, που είναι μπροστά από τη λειτουργιά στο δρόμο, από το χωριό του ως το Μικρό Χωριό, κι' άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.

Τι πέλαγο θλίψης χτυπούσε μέσα στα κατάστεγνα στήθια της γριάς.

Στο μεταξύ έρχεται ο Βελισάριος με στρατό από τα περίχωρα, και ταπόγεμα της μέρας εκείνης όρμησε με κάμποσους Γότθους και χτυπούσε τους αντάρτες ως τα σπερώματα. Όταν όμως τραβήχτηκε, ξανάρχισε τα δικά του ο όχλος, κ' έβαλε μάλιστα φωτιά στον τόπο που είτανε συναγμένοι οι Γότθοι. Το κακό άρχισε καθώς είπαμε στις 13 του Γενάρη.

Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε προς την αυλή με τρομαγμένα μάτια. «Δεν μπορεί να είναι ο ταχυδρόμος∙ πέρασε ήδη…Τα χτυπήματα αντηχούσαν μέσα στη σιωπηλή αυλή. Έτσι χτυπούσε ο πατέρας της όταν αργούσαν να του ανοίξουν….. Άφησε το γράμμα και έτρεξε κάτω, αλλά όταν έφτασε στην εξώπορτα σταμάτησε για ν’ ακούσει. Η καρδιά της χτυπούσε, σαν να έπεφταν τα χτυπήματα στο στήθος της. «Θεέ μου! Θεέ μου!

Κι' εκείνος τ' όπλο αφίνει αφτού στον όχτο πλαγιασμένο μες στις μυρχιές, και σα στοιχιό με το σπαθί μονάχα πηδάει στο ρέμακι' έβαλε κακούς σκοπούς στο νου τουλιανίζοντας δεξά ζερβά, και βογγητά και θρήνοι 20 όλο άπαφτα ακουγόντουσαν που πάντα τους χτυπούσε με το σπαθί, και το νερό κοκκίνιζε απ' το αίμας.

Κι όμως, θυμόταν εκείνο το γέλιο, εκείνο το πρόσωπο σκυμμένο επάνω του, εκείνη τη σκιά κι εκείνο το τρεμάμενο φως τριγύρω, και η καρδιά του χτυπούσε, χτυπούσε και πήγαινε να σπάσει. Η Λία, όπως ήταν τη νύχτα της φυγής, στεκόταν μπροστά του. «Κάτι ακόμη και τελειώσαμε.