Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Στον κρουνό των στοχασμών το κουρασμένο μας πνεύμα ελούστηκε. Στην πηγή της καλωσύνης το περιστέρι της ψυχής μας ήπιε. Λοιπόν δίκαια πονούσαμε! Λοιπόν όσα τολμήσαμε να πιστέψωμε τόσον καιρό — ήταν αλήθεια. Εκεί απάνω βρήκαμε το σκοπό του πόνου. Μη φοβηθής ποτέ πια την ασκήμια των ανθρώπινων ψυχών — τη φρίκη της μοίρας. Μη φοβηθής τίποτα — παρά συλλογίσου όταν υποφέρης, το Ταξείδι!
Τα λειανόπαιδα όμως του χωριού, όταν η κάκω η Μήτραινα τραβούσε με την ρόκκα στο ζωνάρι προς τ' αγνάντια, για ν' αγναντέψη τάχα τον γυιόκα της, που έρχονταν από τα ξένα, την έπαιρναν από το κοντό, κι' όταν άρχιζε να μοναχοκουβεντιάζη της έλεγαν με παιδιακίσια κακία: Όταν ασπρίση ο κόρακας και γένη περιστέρι Τότε κι' ο Γιάννης σου θ' αρθή, μ' ένα ραβδί στο χέρι. Χα χα χα χα χα χα χ α χ α χ α α ά!
Γνοιάζομ’ όσα λες μα ο φόβος μου δεν παύει και δε λέει μες στη ψυχή μου να ησυχάση° η έγνοια πόχει μέσα μου θρονιάση την τρομάρα των εχθρών μας όλο ανάβει. Τους φοβούμαι, σαν τους όφιους περιστέρι το πασίτρομο για τ’ άλουβα πουλιά του, π’ ολοτρόγυρα στη δόλια τη φωλιά του έχουν στήση κακοσύντυχο καρτέρι.
Τα περιστέρια κατέβαιναν άσπρα σαν το χιόνι, ήμερα-ήμερα, κ' ετσιμπούσαν το σταρόσπυρο από τα χέρια των κοριτσιών. Τι χέρια, Παναγιά μου. Πιο άσπρα κι' από τα περιστέρια. Δεν ήξερες ποιο έτρωγε και ποιο τάιζε. Κ' έλεγα κ' εγώ ο χαημένος: νάμουνα περιστέρι να δίπλωνα τα φτερά μου απάνω στις πλάτες καμμιάς Βενετσάνας, να μείνω όλη μου τη ζωή εκεί απάνω!
— Κύττα την πώς έγεινε η γουστερίτσα! έλεγαν τάλλα τα κορίτσια. Απ' την κακία της κατάντησε έτσι. Θαρρεί πως αυτή είνε κι' άλλη δεν είνε. Εκείνη τη νύχτα είχε δει ένα παράξενο όνειρο. Ένα κάτασπρο περιστέρι με μια κόκκινη κορδέλλα στο λαιμό — καλή ώρα σαν τα περιστέρια της Βενετιάς που έλεγε ο πατέρας της — ήρθε κ' εκάθησε στο παράθυρό της. Και κάτι βαστούσε στη μυτίτσα του.
Διψασμένο Περιστέρι Απετάει, και γύραις φέρει Πού να βρη, να πιή νερό· Αποκεί που συνηθάει, Κι' άντα θέλει ξεδιψάει, Έχει χάση τον τορό.
Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη ψυχή σταυρόνονται και γιγαντώνουν στα φυλλοκάρδια του· φτερά έκαμε να πετάξη στα επουράνια. Κουφάρι ήταν περιστέρι έγινε. — Μπρε! ξαναλέγει· έλα Χριστέ και Παναγιά κοντά μου! Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις φωνές, κυτάζουν με απορία και σταυροκοπούνται. Άγγελος είνε άνθρωπος είνε, δεν ξεύρουν.
Ω του Μαΐου τριανταφυλλάκι! αγαπημένη κόρη, αδελφούλα μου, γλυκύτατη Οφηλία! — Πώς το θέλει ο Θεός η φρένες μίας νέας θνηταίς να ήναι ως η ζωή του γέρου ανθρώπου; Τόσο λεπτή 'ναι η φύσις 'ς την αγάπην, ώστε 'ς ό,τι αγαπά στέλνει κατόπι κάποιο δείγμα πολύτιμο παρμένο από τον εαυτόν της. Έχε υγείαν, περιστέρι μου.
Είμαι δειλός; Αχρείον ποιος με λέγει; Ποίος το καύκαλο μου σχίζει; Ποιος την γενεάδα μου ανασπά και την πετά 'ς το πρόσωπόν μου; Ποίος την μύτην μου τραβά; τον λόγον ποίος μου ψεύει 'ς τον λαιμόν ως τα λαγόνια κάτω; Ποιος μου τα κάμνει αυτά; Και όμως, θαρρώ, μου πρέπουν· καθώς το περιστέρι, εγώ χολήν δεν έχω, πίκραν 'ς την αδικιά, 'πού μ' έπνιξε, να χύση, αλλέως ήδη με του ανδράποδου τα σπλάχνα όλα τα όρνεα τ' ουρανού θα 'χα παχύνη.
Αλλ' ότε η μήτηρ του, η αναγεννηθείσα αύτη εκ της αιφνιδίου χαράς γραία, αφού ετελείωσεν ο παις, συνεπλήρωσεν αυτή το άσμα, με μίαν τρεμουλιαστήν της αγάπης φωνήν τραγουδήσασα: Ν' ασπρίσης 'σαν τον Έλυμπο 'σαν τ' άσπρο περιστέρι, 'σαν το πουλάκι που κελαειδεί χειμώνα-καλοκαίρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν