United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γραία, ταραχθείσα εκ της αιφνιδίου ταύτης προσφωνήσεως παρεπάτησε και έθραυσε το φανάριον εις τον τοίχον. — Καλώς τηνε την θεια το Καράβι! Προς τας φωνάς ηγέρθησαν και οι δυο ποιμένες τρίβοντες τους οφθαλμούς των. — Καλώς τηνε την θεια Μυγδαλίτσα! επανελάμβανε το παιδίον. Η θεια Μυγδαλίτσα ήτο χήρα έως εξήκοντα ετών. Υπανδρευθείσα εις μικράν ηλικίαν απέκτησεν υιόν και μετά δεκαετίαν θυγατέρα.

Και έβλεπεν η γραία επάνω εις την καπνοδόχον τάχα, επαναλαμβάνουσα. — Πάει το κρέας! Ο Νικολάκης εταράχθη κατ' αρχάς εκ του αιφνιδίου τούτου επεισοδίου, βλέπων προς την καπνοδόχον και ετοιμαζόμενος να εγερθή και προλάβη τον κλέπτην.

Μετά τούτο στήσαντες τρόπαιον έμειναν εκεί επί δύο ή τρεις ημέρας περιμένοντες τους Ιλλυριούς, οίτινες μισθωθέντες υπό του Περδίκκου επεριμένοντο να φθάσουν· έπειτα ο Περδίκκας ηθέλησε να προχωρήσουν κατά των τοποθεσιών που είχεν ο Αρριβαίος και να μη μένωσιν αργοί· αλλ' ο Βρασίδας, φοβούμενος μη συμβή δυστύχημά τι εις την Μένδην ένεκα αιφνιδίου ερχομού των Αθηναίων και βλέπων συγχρόνως ότι οι Ιλλυριοί δεν ήρχοντο, με κανένα τρόπον δεν ήθελε να προχωρήση, αλλά μάλλον επεθύμει να επιστρέψη.

»Και τώκοβαν το αίμα.» σ. 222 Φράσις εμφαίνουσα την νευρικήν κατάπτωσιν ήτις προέρχεται ένεκα φόβου αιφνιδίου. Πιστεύεται δε υπό του λαού ότι επί τοιούτων περιστάσεων το αίμα αποσυντίθεται. Το αυτό ρήμα εν χρήσει επί γάλακτος αποσυντεθειμένου. « Έκοψε το γάλα. » Βλέπει πασπρογαλιάζει. σ. 222

Αλλ' ότε η μήτηρ του, η αναγεννηθείσα αύτη εκ της αιφνιδίου χαράς γραία, αφού ετελείωσεν ο παις, συνεπλήρωσεν αυτή το άσμα, με μίαν τρεμουλιαστήν της αγάπης φωνήν τραγουδήσασα: Ν' ασπρίσης 'σαν τον Έλυμπο 'σαν τ' άσπρο περιστέρι, 'σαν το πουλάκι που κελαειδεί χειμώνα-καλοκαίρι.

Η Πηγή όμως δεν απεμακρύνθη, ο δε Μανώλης ενώπιον του αιφνιδίου κινδύνου έχασε πάσαν ανδρικήν αξιοπρέπειαν και συνεστάλη όπισθεν της κόρης, χαμηλώσας την κεφαλήν ως κορυδαλλός ο οποίος βλέπει πέτραν καταφερομένην εναντίον του. Τότε ο Στρατής υπερβάς τον φράκτην επήδησεν εις τον κήπον. Αλλ' η Πηγή έδραμε προς αυτόν αναφωνούσα: — Αδερφέ μου, αδερφέ μου, εμένα σκότωσε!

Αλλά τότε οι οφθαλμοί της, γαληνιάσαντες μικρόν από του αιφνιδίου σάλου, προσέπεσον ήρεμοι επί της χρυσής καδένας του Λαλεμήτρου, κ' έκθαμβοι εθεώρουν αυτήν, εν τη αμφιβόλω εκείνη της εγρηγόρσεως στιγμή, ενώ η θεια-Αννούσα, ανακτήσασα την ψυχικήν ηρεμίαν και την φωνήν της, εκραύγαζεν: — Ο Λαλεμήτρος, Θωμαή! Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσή καδένα! Δεν σ' τώλεγα εγώ πως τον είδα εις τον άη-Διονύσιο;

Μόλις τον είδε φωτισθέντα υπό του λύχνου, και κραυγή καταπλήξεως διέρρηξε τα χείλη της· ο θαυμασμός της διέσεισεν αυτήν ως τρόμου αιφνιδίου ριπή, η χειρ της εκλονίσθη, σταγών διακαούς ελαίου εχύθη από του λύχνου επί των ώμων του θεού, και η Ψυχή ουδέν πλέον άλλο είδεν.