United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί καθώς γυρνούσε 40 πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι, των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Διά να φαντασθήτε το μήκος της οδού εις την οποίαν εισέρχομαι αυτήν την στιγμήν, αρκεί να σας είπω ότι η απέναντι μου οικία φέρει αριθμόν 2,305! Και το πρώτον πάτωμα εκάστου σπιτιού σηκόνει επί των ώμων του άλλα 20 ή 30 πατώματα· και επάνω από όλα αυτά περνά εναέριος σιδηρόδρομος, και από πάνω ακόμη περνούν αερόστατα και υπέρ όλα αυτά ο ουρανός.

Ο ευπειθής Αργυράκης, όστις μόλις έφθανε μέχρι των ώμων του αναστήματός της, ηγέρθη, εφόρεσεν εις την κεφαλήν του τον &γιοργούλη& του, εζώσθη το κόκκινον ζωνάρι του, τρεις σπιθαμάς πλατύ, υπέδησεν εις τους πόδας τα πέδιλα του και εξήλθεν εις την οδόν. Ταυτοχρόνως είχεν εξέλθει και ο Νταραδήμος, όστις έπιασεν ομιλίαν με τον Αργυράκην της Γαρουφαλιάς. Τοιαύτα ελληνικά ωμίλει ο Νταραδήμος.

Ούτως ο Γελίμερος με όλους τους συγγενείς και ομοφύλους του παρηκολούθει τον θρίαμβον φέρων επί των ώμων εσθήτα πορφυράν. Ότε δε έφθασεν εις τον Ιππόδρομον και είδε τον βασιλέα καθήμενον επί θρόνου υψηλού και τον λαόν όλον της Κωνσταντινουπόλεως, αναλογισθείς πού κατήντησε, δεν έκλαυσεν ούτε εστέναξεν, αλλ' επανέλαβε πάλιν την ρήσιν του Εκκλησιαστού περί ματαιοτήτων.

Τότε ήτο ελεύθερος να το κάμη ό,τι ήθελε το δισάκκιον εκείνο, όπως ποτέ το έκαμε και προσκέφαλον. Ήτο ελεύθερος να το ρίψη κάτω από των ασθενικών του ώμων όπως και το έρριψε, διότι ήτο άψυχον και άπνουν δισάκκιον.

Εν τω μεταξύ είχον καθαρίσει την κονίστραν και έσκαπτον οπάς, των οποίων η τελευταία σειρά απείχεν ολίγα μόνον βήματα από της αυτοκρατορικής εξέδρας. Τα υπόγεια ηνοίχθησαν αίφνης και όλαι αι θύραι των εξεκένωσαν εις την κονίστραν πλήθη χριστιανών εντελώς γυμνών και φερόντων σταυρούς επί των ώμων των. Η άμμος έβριθε κόσμου.

Μετεχειρίσθη το ολίγον εκείνο χώμα ως ζώπυρον, μετέφερε μακρόθεν επί των ώμων της εκατοντάδας κοφίνων μεστών χώματος, και ούτω κατεσκεύασε την φωλεάν της.

Με ήρπασεν αμέσως ο Αράπης από τον βραχίονα και προτού προφθάσω να είπω λέξιν, άνευ ουδεμιάς περαιτέρω εξετάσεως προς εξακρίβωσιν των υποψιών, τας οποίας τα κατηραμένα μου υποδήματα προεκάλεσαν, με οδηγεί εις στενόν δωμάτιον ημιφωτιζόμενον υπό μικρού φεγγίτου, με ωθεί βιαίως από των ώμων και με κλείει εντός αυτού.

Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν: — Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη το παρακάμνετε. — Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος, και δεν κρυόνω.

Επί τέλους επήλθε συνεννόησις ή συμβιβασμός, ανυψώθησαν εκ νέου τα βαρέλια επί των ώμων των δύο προστατών μου, και διεσχίσαμεν την εν τη πλατεία συνάθροισιν διευθυνόμενοι προς του Παντελή την κατοικίαν. ― Δεν μου λέγεις τι τρέχει; τον ηρώτησα, ότε απεμακρύνθημεν του κυκεώνος εκείνου. ― Δεν είναι τίποτε, Λουτσή, θα τα διορθώσωμεν!