United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημείς δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα . . . Σ' άλλους κάνεις τα χατήρια. Και οι μακρόθεν ερχόμενοι έλεγον·Ημάς που είμαστε απ' τον άλλο μαχαλά, που κάνουμε τόσον κόπον να σου κουβαλούμε τα βαρέλια απ' την άλλην άκρη, μας αφίνεις στα κρύα . . . Ημάς η δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο

Ο Παντελής και ο φίλος του απέθεσαν κατά γης τα βαρέλια, όπως δώσωσι μεγαλειτέραν ελευθερίαν εις την γλώσσαν και τας χειρονομίας των, τοσαύτη δ' ήτο η ταχύτης μετά της οποίας όλοι συγχρόνως ελάλουν, τοσαύτη η χασμωδία, ώστε δεν ηδυνάμην να εννοήσω περί τίνος πρόκειται, καίτοι συμπεραίνων ότι ο λόγος ήτο περί εμού.

Τωόντι ο Γιωργής της Θασίτσας μετά ταύτα, μίαν πρωίαν, εκαθάριζεν εν τη προκυμαία δύο των δέκα βαρέλων βαρέλια, επισύρων τον φθόνον του κυρ Βαρσαμού, εις μάτην προσπαθούντος να μαντεύση πού εύρεν ο Γιωργής της Θασίτσας τόσα κεφάλαια.

Καθ' όλον τον Αύγουστον και τον Σεπτέμβριον, εις την εποχήν του τρύγου, των πρωίμων και των οψίμων, μοσχάτων και μαύρων, έτρεχαν όλοι και όλαι μαζί, οι αμπελοκτήμονες εις του μαστρο-Στεφανή φέροντες κυλιστά από το σπίτι της κάδες και τα βυτία των και τα βαρέλια των διά να τους τα διορθώση.

Ο Νίκος όμως δεν ήτον τυφλός κι ούτε κουφός να μην ακούη τα τι λέγανε στη γειτονιά και προ πάντων τα κορίτσια καθώς περνούσε: «Κρίμας το νέο να πάρη εκείνη τη χτικιάραΜια μέρα βγήκε η Βεργινία απ' την πόρτα του σπιτιού της ναδειάση το κασσόνι με τα σκουπίδια πίσω από τη γωνιά της μάντρας, κατά το βουνό, που ήτανε σωροί-σωροί λιθάρια και σπασμένα μπουκάλια και πιάτα και παλιόχαρτα και πάτοι από ντενεκέδες και στριφογυρισμένα τσέρκια από βαρέλια και λαμποκοπούσαν όλα στον ήλιο σα θησαυροί ατίμητοι.

Διά τούτο η κυρά-Μιχάλαινα, η γυναίκα του, μία γυναίκα κοντή και χονδρή, ως τα κοντόχονδρα βαρέλια του οινοπωλείου, ήτο καταχαρουμένη όλην την ημέραν του μεγάλου Σαββάτου.

Τω όντι, πώς θα ηδύνατο ποτέ ο μαστρο-Στεφανής να τους ευχαριστήση τους πάντας; σχεδόν κανένα δεν ηυχαρίστει. Κ' εκείνοι των οποίων τα αγγεία πρώτα επεσκεύαζε, κ' εκείνοι έφευγον δυσηρεστημένοι ισχυριζόμενοι ότι «απ' τη βία του δεν τους έκαμε παστρική δουλειά». Κ' εκείνοι όσων τα βαρέλια τελευταία έμενον, ακόμη πικρότερον εγόγγυζον, επειδή έμενε πίσω η δουλειά τους. Έκαστος είχε το παράπονόν του.

Και το νερόν όλην την ημέραν μένει ψυχρόν και παγωμένον μέσα εις τα βαρέλια, κατά Ιούλιον μήνα, υπό τας φλεγούσας ακτίνας του ηλίου, από τας οποίας ψήνονται πεταλίδες και πορφύραι και οστρείδια επάνω του μικρού φατνώματος της πλώρης της βάρκας.

Το δε πλοίον υψούτο και κατέπιπτε βιαιότερον επί των κυμάτων και ήρχισε να με καταλαμβάνη ο φόβος μη δεν κίνδυνεύωσι τα βαρέλια μου μόνα. Ευτυχώς οι φόβοι μου απεδείχθησαν μάταιοι. Το πλοίον ήτο καλόν, ο δε Καπετάν Κεφάλας εγνώριζε την τέχνην του. Την αυγήν ελλιμενιζόμεθα εντός ορμίσκου ασφαλούς και ησύχου, κατά τα μεσημβρινώτερα της Χίου παράλια.

Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πουντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ' άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπάρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους. — Όχι πουντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου! Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπάρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.