United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε επλησιάσαμεν εις το χωρίον του, ο καλός Παντελής απέθεσε τα βαρέλιά μου εντός πατητηρίου ηρειπωμένου, εις την άκραν αμπελώνος παρά τον δρόμον, και με παρήγγειλε να τον περιμένω εκεί, διά να υπάγη πρώτος εκείνος με το ζώον του και εξετάση μη ευρίσκωνται Τούρκοι εις το χωρίον.

Δεν παίρνει μόνον άρματα φονικά, δοξάρια και σαγίτες, σπαθιά και απελατίκια· μα και τροφές, βρώσι και πόσι για ξεγέλασμα. Παίρνει κρέαταβόδια ολάκερα· παίρνει ψωμιάφούρνους αδαπάνητους· παίρνει κρασιάβαρέλια χιλιοστέφανα. Και βάνει πλώρη ίσα κατά το νησί. — Ή σώνω το λαό μου ή εγώ χάνομαι· λέγει αποφασιστικά. Γοργόνα την λέγουν οι ναύτες αλλά μοιάζει με σαλαμάντρα.

Οι ευχές του λαού δροσάτο γίνονται αέρι και φουσκώνουν το κόκκινο πανί· των θαλασσινών τα ευγνώμονα δάκρυα σμίγουν με το γαλάζιο κύμα και λαχτίζουν εμπρός ακόμη το σκαφίδι του. Έφτασε νύχτα στων θηρίων τη μονιά· έβγαλεν έξω τις προμήθιες όλες. Βγάζει τα κρέαταβόδια ολάκερα· βγάζει τα καρβέλιαφούρνους αδαπάνητουςβγάζει το κρασίβαρέλια χιλιοστέφανα.

Όχι, παπά μου, ούτε κουμπάραις, ούτε βαπτιστικαίς. Αλλά έτσι γυρίζει εις της φάμπρικαις, ένας παρολογιασμένος. Εκεί τρώει, εκεί κοιμάται. Μαζί με τα βαρέλια και με κάτι άλλους ομοίους του, εκεί εις τα Καράκιοϊ και το Μπαλούκ- παζάρ, εις την βρώμα και δυσωδία. Και μετά μικρόν εξηκολούθησε: Δεν είμαστε κι' ημείς μια φορά νέοι, παπά-Νικόλα; Μα είχαμε και ψίχα φιλότιμο επάνω μας.

Έσκυψε απάνω στο τραπέζι κι' άρχισε τα κλάματα. — Αχ! Μοσχαδώ! Πού είσαι, Μοσχαδώ μου, έρημο και σκοτεινό μ' άφηκες. — Άιντε να πέσης, γέρο! Ώρα είνε. Άσε τώρα τα κλάματα. Μούγκρισε ο Σπανός, ο ταβερνάρης, συμμαζεύοντας τα ποτήρια. Ο Μπαρμπα-Δημητρός είχε το κονάκι του στην ταβέρνα. Δίπλα στο τεζάχι, από πίσω απ' τα βαρέλια, έστρωνε την ανδρομήδα του και τον έπαιρνε κάθε βράδυ, σαν το πουλάκι.

Μα τόρα ούτε και τα πολλά πλούτη: βαρέλια τα φλωριά, αρμάθες τα κολλονάτα, στέρνες αστείρευτες τα δουβλόνια τ' ασημοκάντηλα, τα λιθοκόσμητα πουκάμισα των αγίων άρματα τ' ανεχτίμητα· στοίβες απάτητες τα γουναρικά, οι τσόχες, οι σελτέδες, τα τουλουπάνια, τα μεταξωτά, τα σαμούρια και τα λαχούρια.

Είχε μικρόν φορτίον από στάμναις και κανάτια, και ημίσειαν δωδεκάδα βαρέλια εντοπίων μικρών αφύων. Ο μπάρμπ’-Αλέξης ήτον αμέριμνος, ως πάντοτε, κ' εκάθητο εις την πρύμνην, κυβερνών το σκάφος και ιθύνων το ιστίον. Δεν ήτο ανάγκη τώρα να κάμη την τέχνην την οποίαν εσυνήθιζεν άλλοτε.

Πρώτα ο Αποστόλης κ' ύστερα όλα τα παιδιά. Κ' εγώ πάντα κοντά της. Τη δουλειά μου στο σπίτι την είχα. Στον αυλόγυρο όλη την ημέρα. Τα βαρέλια εκεί, οι ντούγες, τα τσέρκια, τα σύνεργα όλα στον αυλόγυρο. Ντακ και ντουκ όλη την ημέρα. Δεν περνούσε ώρα να μην έρθη το Μοσχαδώ κοντά μου. Όλο και κάτι εύρισκε να με ρωτήση. Πότε για τα παιδιά, πότε για το φαΐ, πότε για το ένα, πότε για το άλλο.