United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Που η πάστρα και η ταχτοποίηση που κρατούσε η Λιόλια ! Τους ξανάρθαν τα κλάματα, της Λιόλιας και της θειας Ελέγκως, σαν είδαν την ανακατοσούρα και ταδειανό κρεββάτι της Βεργινίας, σπρωγμένο σε μιαν άκρη. . Έπιασ' η θεια Ελέγκω με τη γειτόνισσα, που ήτανε μια καλή γυναικούλα πονόψυχη, να συγυρίσουνε λιγάκι, ναερίσουν το κρεββάτι.

Ο Γιάννος τρέχει σπίτι του το γάμο να ετοιμάση, Τρέχει κι’ η Μάρω από κοντά, πνιγμένη στην αγάπη, Και τη στιγμή, που αντίκρυσαν τ’ αγαπητό τους σπίτι, Ακούνε μαύρα κλάματα, καθάρια μυριολόγια.... Του Γιάννου η μάννα μύρονταν κι’ αυτή μυρολογούσε... Σαν περδικούλα θλίβονταν, σαν το παππί μαδυώνταν, Σαν του κοράκου τα φτερά τη φορεσιά της είχε.... Για το παιδί της θλίβονταν, τον ξακουσμένο Γιάννο, Που είταν χαμένος κι’ άφαντος τρεις μήνες στην αράδα.

Αφτά με κλάματα έλεγαν του βασιλιά, ζητώντας ναν τον μαλάξουν· μα άκουσαν αμάλαχτο 'να λόγο «Γιοί, καθώς λέτε, αν είστε εσείς του πρόκριτου Αντιμάχου, πούπε στων Τρώων τη βουλήσαν πήγε ο αδερφός μου, θυμάστε, με το θεϊκό Δυσσέα αποσταλμένος140 μην τον αφίστε, σφάξτε τον που τον κρατάτε τώρα. να! του γονιού σας τ' άδικα καιρός να μου πλερώστε

Σα να μην έννοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρο το σπίτι να δη και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει αποπάνω κλάματα και φωνές.

Βρήκε και την ώρα πούλειπε ο παπάς στον εσπερινό. Η παπαδιά, όπως είπαμε, ήτανε ένα με το κορίτσι και τον γουστάριζε μαθές για γαμπρό. Σαν τον είδανε ξαφνιστήκανε. «Με το καλό, πώς έτσι ξαφνικάτου λέει η παπαδιά. Αυτόνε τονέ πήρανε τα κλάματα. «Θα την αφήσω τη θάλασσα, λέει, δε βαστάω πια.

Δεν ημπορώ να διηγηθώ τι λογής εστάθη ο πόνος του Χάνη, επόταν είδεν εις τι κατάστασιν ήλθεν· όθεν ερχόμενος εις απελπισίαν εγύρευε να θανατωθή, ζηλεύοντάς την τύχην εκείνων που απέθνησκον εμπρός εις τους οφθαλμούς του. Η Βασίλισσα από το άλλο μέρος εφθείρονταν εις τα κλάματα, και ο Καλάφ μόνος είχε πνεύμα διά να βαστάξη το βάρος ενός γραπτού τόσον σκληρού.

Εσήκωσε τη μαγκούρα και του την κατάφερε κατακέφαλα. Το κούτελο του γέμισε αίματα. Τον άρπαξε από το λαιμό. Σε λίγο οι δύο γέροι κυλιόντουσαν στο χώμα. Οι γυναίκες χαλούσαν τον κόσμο. Φωνές, κλάματα, ξεφωνητά, στριγγλιές, μαλλιοτραβήγματα. Μπήκαν και τους χωρίσανε. Ο Μαθιός σηκώθηκε, σκουπίζοντας το κούτελό του. Τα παιδιά του μάζεψαν τα γράμματα, που είχανε σκορπίσει στα χώματα.

Αυτά λοιπόν, παιδί μου... ξαναείπε ο αστυνόμος στην ψυχοπαίδα, που την είχανε πάρει τώρα τα κλάματα και σκούπιζε τα μάτια της με την ποδιά της. — Αυτά, κυρ-αστυνόμε! Κακός άνθρωπος δεν μπορώ να το πω πως ήτανε ο αφέντης. Θα με κολάση ο Θεός! Κι' απ' τον καιρό που ταξίδευε, όλα τα καλά του κόσμου τάφερνε στην ψυχομάννα μου. Και στολίδια και διαμαντικά και τζοβαΐρια!

Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά. — Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε... Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα. Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος.

Είπα κ’ εγώ ! «στον ύπνο μου τον ακούγω αυτόν το σαματά ή μην κ’ έπαθε τίποτα η ΒεργινίαΜου φάνηκε σα νάκουσα κάτι φωνές, κάτι σαν κλάματα, μα έλεγα πάλι με το νου μου: «Αχ, είν’ η καρδιά σου που τα μελετάει τα τι πέρασες, τι πίκρες και τι καημούς, και σε ξεγελάει τάχα πως τακούς. . .» Σα μου χτύπησε σταυτί η φωνή τον γιατρού-και ποιος δεν την έχει μες την ψυχή του τη φωνή του γιατρού, του ευεργέτη τώ φτωχώνε !-μονομιάς πετάχτηκ’ απάνου.