United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σιγά σιγά τη θέση της έκπληξης την πήρε ένα κύμα χαράς, μια επιθυμία να γελάσει: και γέλασε, και όλος ο ουρανός τριγύρω γέμισε χρώματα, γαλάζιο και τριανταφυλλί, και οι παπαδίτσες τραγουδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. «Να», σκεφτόταν. «Ο Θεός με ξαλάφρωσε από τον ένα σύντροφό μου. Τι βάρος μου πήρε

Και αφού τους άλλους πρόσταξα αγαπητούς συντρόφους σιμάτο πλοίο να σταθούν και αυτού να το φυλάγουν, διάλεξα δώδεκ' απ' αυτούς κ' εκίνησα μαζή τους. 195 κ' είχ' ασκί τράγινο, γλυκό μαύρο κρασί γεμάτο• μου τόχε δώσει ο Μάρωνας, ο γόνος του Ευανθέα ιερέας του Απόλλωνα, προστάτη της Ισμάρου. με τον υιόν τον σώσαμε και με την σύντροφόν του, φοβούμενοι, ότι εγκάτοικοςτο δάσος αυτός ήταν 200 του Φοίβου Απόλλωνα, και αυτός λαμπρά μου 'δωσε δώρα. επτά μου 'δωσε τάλαντα, έργα χρυσά και ωραία, κ' έναν κρατήρα ολάργυρο• και δώδεκα λαγήναις άδολο γέμισε κρασί, γλυκό, πιοτόν ουράνιο, 'που δεν το γνώριζε κανείςτο σπίτι του υπηρέτης, 205 ούτε θεράπαιν', αλλ' αυτός και η πολυαγαπημένη γυνή του και η κελλάρισσα το ήξευρε μόνη μία• και ότ' έβαζε το κόκκινο γλυκό κρασί να πίνουν, εις μέτρα νερό δώδεκα έχυν' ένα ποτήρι, και απ' ευωδιάν ανέκφραστη τριόντιζε ο κρατήρας• 210 κανείς τότε δεν θα 'στεργε το κέρασμα ν' αφήση. μέγαλο ασκί πήρ' απ' αυτό και τρόφιμα εις δισάκκι, ότι απ' αρχής εμάντευσεν η ανδρική ψυχή μου 'π' άνδρας ζωσμένος δύναμιν μεγάλην θα 'λθη εμπρός μου, άγριος, 'που δεν θα εγνώριζε δίκαια ποσώς ή νόμους. 215

Λοιπόν όχι σκλάβους μονάχα, μα κ' ευνούχους κι αρχιευνούχους μάζεψε, και σατραπικά μεγαλεία τα γέμισε τα Βυζαντινά του παλάτια. Με παρόμοια ασιατική μεγαλοδωρία πρόσταξε να μοιράζεται στους κατοίκους κι ο φόρος πούδινε σε σιτάρι η Αφρική και που τονέ χαίρουνταν ως τα τότε η Ρώμη. Άλλο τώρα δεν έμνησκε παρά τόνομα της νέας πρωτεύουσας. Ονομάστηκε λοιπό Νέα Ρώμη και Κωνσταντινούπολη.

Σίγουρα κάποιος ερχότανε∙ και πραγματικά τα σκυλιά άρχισαν ξαφνικά να γαβγίζουν στα κοντινά κτήματα και όλο το τοπίο που λίγο πριν έμοιαζε να κοιμάται μέσα στον ψίθυρο της προσευχής των βραδινών ήχων, γέμισε από αντίλαλους και βοή, σαν να ξυπνούσε απότομα. Ο Έφις άνοιξε πάλι.

Ανέβηκαν και δυο τρεις άλλοι φίλοι κατόπι, που ή έτυχε να μην τα γνωρίζουν ακόμα τα λαλούμενα, ή καμώνουνταν πως δεν τα γνωρίζανε για να το γλεντίσουν, και κόλλησαν κι αυτοί στο χορό. Ήρθαν έπειτα κι από τάλλα τα σπιτικά τους, αδερφοξάδερφα της Μιχάλαινας, άντρες και γυναίκες, κ' έτσι γέμισε το σπίτι φωνές και τραγούδια.

Τότε μέσα στο φως του φεγγαριού ένας κόσμος γεννήθηκε. Ο κάμπος γέμισε από κατάλευκες σκιές. Οι σκιές απλώθηκαν ολόγυρα κ' έγιναν ασπροντυμένες παρθένες με χρυσά μαλλιά στους κατάλευκους ώμους, και παλικάρια ψηλά και λεβέντικα, με ασημένιες φορεσιές. Τα παλικάρια αγκάλιασαν τις παρθένες και στήσανε χορούς απάνω στο ανθισμένο χορτάρι.

Κι άκου στο δάσος γύρω σου τον ύπνο ύμνοι ξυπνούνε και στον αέρα ολόφαιδρα τα μέλη αντιλαλούνε και χύνονται κι απλώνονται σα να έχη κύμα φτάσει και γέμισε με κύμβαλα κι αυλούς το ακροθαλάσσι και γύρω σκόρπισε λευκό το φως που αργοσαλεύει και υψώνει απάνω ανθόπλεχτους τους θύρσους και σου νεύει και μύρια χέρια σα φτερά κινεί και σε προσμένει, ω μάγισσα που μιαν αυγή στα μάτια σου πεθαίνει,

Το σπιτοκάλυβο της κάκως της Μήτραινας γέμισε κόσμο κι' αχολογούσε από φιλήματα, ευκές και καλωσορίσματα. Ο ουρανός είχε φέξει, κι' ο ήλιος έβγαινε πίσω από τα σύννεφα.

Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε! Τριάντα χρόνια ζήσαμε μαζί, μονιασμένοι και αγαπημένοι· ψυχρό λόγο δεν άκουσε ο ένας από τον άλλον. Το Μοσχαδώ απάνω, το Μοσχαδώ κάτω. Κ' εκείνη τον Αποστόλη της. Άλλος από τον Αποστόλη δεν ήταν στον κόσμο. Μια μέρα να μη την έβλεπα, έχανα τον κόσμο. Ο Θεός μας έδωκε με το τσουβάλι τα παιδιά. Γέμισε το σπίτι παιδιά. Το Μοσχαδώ τίποτε!

Για να ξέρουν οι βαρώνοι σου αν σ' αγαπάω με πιστή και τίμια αγάπη, κάνω αυτόν τον όρκο: ή θα πεθάνω σ' αυτήν την επιχείρησι ή θα φέρω 'δώ στο ανάκτορο του Τινταγκέλ τη Βασίλισσα με τα χρυσά μαλλιά». Αρμάτωσε ένα ωραίο καράβι, και το γέμισε με στάρι, κρασί, μέλι, και άλλες καλές τροφές.