Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ολονυχτίς κουλουριασμένος εκεί αποκάτω ο ίσια με τα χτες παντοδύναμος Ευτρόπιος· το ίδιο και σαν ξημέρωσε, και γέμισε η Μητρόπολη κόσμο, κι άρχισε η ακολουθία, κ' ήρθε η ώρα της διδαχής, κι ανέβηκε στον άμπωνα ο Χρυσόστομος κ' έβγαλε τον περίφημο λόγο του «Εις Ευτρόπιον, Ευνούχον, Πατρίκιον και Ύπατον». Ποιος δεν τα θυμάται τα πρώτα πρώτα λόγια του πολυξάκουστου εκείνου λόγου! «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης!
Την έστιψε και είπε στον κληρωτό. — Κύτταξε την, ολοκάθαρη και μαλακιά σαν κουκκούλι.,,, Τώρα πρέπει να ξεπλύνομε τα ρούχα και να τ' απλώσομε. Γέμισε τους κουβάδες καθαρό νερό, και γλήγορα να μην απομείνομε τελευταίοι, γιατί σε λίγο θα χτυπήσει παύση πλυσήματος. Ενώ ξέπλαιναν τα ρούχα, ο Ρένας έλεγε: — Να τα ξεπλαίνεις πάντα καλά, με δύο και τρία νερά.
Έπειτα μου έδωσε το χέρι κ' είπε: — Είμαι τόσο χαρούμενη, που είμαι πάλι σπίτι. Δεν μπορούσα ναπαντήσω τίποτε. Κοίταξα μόνο τους μαζεμένους μπροστά μου κ' ήξερα πως είχα εδώ την ευτυχία, που λίγες βδομάδες προτήτερα μόλις τολμούσα να την ελπίζω. Την άνοιξη, που ήρθε τώρα, τη θυμούμαι σα μια θάλασσα από άνθη, που γέμισε κάθε άδειο μέρος του σπιτιού μας.
Χωρίς να χάση στιγμήν, βγάζει νερό και ποτίζει το αρνάκι. Τρέχει έπειτα και μαζεύει μίαν αγκαλιά τριφύλλια και τρυφερά βλαστάρια. Αλλ' ενώ έβλεπε με χαράν το αρνί να τρώγη, ακούει να της κτυπούν μέσα από την καλύβα. Μία γρηά με ζαρωμένο πρόσωπον εφάνη εις το παράθυρον. — Αι! κοριτσάκι, της φωνάζει, αφού εσυλλογίσθης να ποτίσης το αρνί μου, συλλογίσου κ' εμένα και γέμισέ μου την στάμνα μου.
Η εκκλησιά στη στιγμή γέμισε απ' ανθρώπους, άντρες, γυναίκες και παιδιά κι' ο παπάς έλεγε τα γράμματα της λειτουργιάς.
Και δίβουλα ο Τηλέμαχος εκεί τον Οδυσσέα έσταινε μες το μέγαρο το στερεό, πλησίον 'ς το πέτρινο κατώφλιον, αφού μικρό τραπέζι του 'θεσε και άπρεπο σκαμνί, κ' έβαλ' εμπρός του σπλάχνα. 260 και με κρασί του γέμισε χρυσό ποτήρι κ' είπε· «Μες τους μνηστήραις άφοβα συ κάθησαι και πίνε· και απ' εμπαιγμούς και από κτυπιαίς εγώ θα σε φυλάξω, ότι δεν είναι του κοινού το σπίτι τούτο, αλλ' είναι του Οδυσσέα και 'ς εμέ το 'χει αποκτήσει εκείνος· 265 και σεις από τους υβρισμούς απέχετε, ω μνηστήρες, και από τα χέρια, μη συμβή πικρή φιλονεικία».
Μαζί με τους μεγάλους έτρεχαν και παντής λογής έμποροι, τεχνίτες κ' εργάτες. Γέμισε λοιπόν η πόλη κατοίκους, και δίχως άλλο το Ελληνικό είταν το πιο πολυάριθμο από τα νέα αυτά στοιχεία.
Πηγάδια αλάκερα γέμισε με τις περιουσίες που δήμεψε, κι άλλο τόσο βιος σώριασε με τις προμήθειες που πουλούσε στους πολιορκημένους του. Δεν τούσωνε η Αθήνα, ήθελε και τη Δήλο, πλούσια τότες ακόμα. Την είχε ματιασμένη από τον καιρό που ο Αρχέλαος, θυμωμένος που δε σηκώθηκε κι αυτή, τηνέ λάφρωσε από κάμποσα ιερά χρήματα, και τα παράδωσε του Αριστίωνα τότες που κατέβαινε στην Αθήνα.
Ένα τοσοδά δεντράκι και σε λίγα χρόνια φούντωσε και θέριεψε κι' αγκάλιασε τον αέρα και γέμισε πουλιά και τραγούδια και άπλωσε ήσκιους και δροσιές. — Λεβέντικο δέντρο!... έλεγε ο Πέτρος ο Βάγιας, σα γύριζε τα μάτια και την καμάρωνε. Λες και δυνάμωσαν τα σωθικά του απ' το ξανθό πιοτό, που το στραγγούν στις ρίζες του οι μερακλήδες. Και τώρα λες πως το τραβάει η καρδιά του.
Έπειτα ακούστηκαν βήματα, φωνές. Η αυλή γέμισε κόσμο. Η Νοέμι είδε πλάι της το αγόρι με το πρόσωπό του χλωμό και ορθάνοιχτα τα μεγάλα του μάτια. Έσφιγγε στο στήθος το ακορντεόν σαν να ήθελε να προφυλαχτεί από κάποια επίθεση και του είπε στο αυτί: «Τρέξε. Πήγαινε να φωνάξεις τον Έφις». Κεφάλαιο δέκατο Η ντόνα Ρούθ έφυγε και σκιές και σιωπή τύλιξαν πάλι το σπίτι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν