United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλουνού του άρπαξε κάποια πέτρα ολάκερο καπάκι απ' το κεφάλι, κι ούτε να τόνε μεταλάβουν επροκάμανε. Οι άλλοι πια εχρειάζουνταν βδομάδες το γιατρό από τις φοβερές τις πέτρες, που εκατάπεφταν βροχή ασταλαμάτιγη απάνω τους. Ο Βλαχογιώργος, ένα κομμάτι ώμο μόνον άφησε στον πόλεμο. Τ Ο Μ Α Κ Ε Λ Ι Ο Γιάννη ΚαμπύσηΕίν' ανθρωπονόητα τα βόιδα! Ακούς;... —Ουφ, καημένε και συ!

Και φυλλομετρούσε τη στίβα με τα γράμματα από κάτω από το παράθυρο, σαν να ήθελε να βεβαιωθή τάχα άλλη μια φορά. — Δεν έχει, σου είπα, μάτια μου. Κάνετε υπομονή. Με το άλλο έχει ο Θεός. Όλο και με το άλλο. Οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν και πάντα με το άλλο. Μια Παρασκευή πρωί η Ουρανίτσα καρτερούσε πάλι στο παράθυρο. Είχε γίνει αγνώριστη.

Δεν είναι μεγάλη ανάγκη να ξαναγραφούν αυτές οι σελίδες, και τις αφίνουμε. Ως τόσο δεν αργήσανε ναρθούν τα Χριστούγεννα. Τα φορέματα που μου τοίμαζε τώρα και δυο βδομάδες η αδερφή μου είτανε βαλμένα κοντά στο προσκέφαλό μου, να τα βρω την αυγή σα με ξυπνήσουνε να με πάρουνε στην εκκλησιά. Σηκωθήκαμε τρεις ώρες πρι να ξημερώση.

Αν τον έννοιωθε τον Αρειανισμό ο Κωσταντίνος, δε θα κατάφευγε σε τέτοια μέτρα ο Θεοδόσιος. Έξη βδομάδες δεν πέρασαν, και προστάζει ο Αυτοκράτορας εξορία σ' όσους ιερωμένους αρνιούνταν ακόμα της Νίκαιας το δόγμα. Αλλαξοπίστιζαν τότες οι Αρειανοί, τι να κάμουν. Γκρεμίζουνταν η ψευτοσοφία, και θεμελιώνουνταν η ορθοδοξία.

Κι’ ενώ μιλούσε ο Κωσταντής, τα μάτια της Χρυσάιδως Από τα δάκρυα τα πολλά, ετρέχανε σα βρύσες, Γιατί την έκαψε βαθυά ο πόνος της Πατρίδας, Που βρίσκεται αλυσόδετη στ’ Αγαρηνού τα χέρια, Κι’ ο πόνος του Μοναστηριού, του κοσμοξακουσμένου, Που το πατούν οι άπιστοι και τώχουνε τζαμί τους, Κι’ όταν απόειπε ο Κωσταντής τες ώμορφες ωρμήνιες, Γυρίζει με πολλή χαρά και λέγει του η Χρυσάιδω : —Μετά χαράς σου, Κωνσταντή, καμάρι της ψυχής μου, Κι’ αν δεν σου τάχω έτοιμα σε τρεις βδομάδες μέσα, Όπως μου τα είπες ταχτικά με την αράδαν όλα, Να μη με πούνε ταίρι σου, να μη με πουν Χρυσάιδω!—

Ω, πώς τις συλλογίζουμαι τώρα τις λίγες αυτές βδομάδες, που δεν την έβλεπε κανένας άλλος από μας! Και πώς μπορέσανε να σβήσουνε μέσα στο νου μου όλα όσα περάσανε! Μπροστά στην άφωνη ευτυχία τους δε λογαριάζεται όλη η ανησυχία κ' η θλίψη, που δοκιμάσαμε προτήτερα. Όλα όσα είπαμε τα έχω σημειωμένα και φυλαγμένα στη μνήμη μου.

Την εποχή αυτή ήρθε ένα κρυολόγημα και ξαναέρριξε τη γυναίκα μου στο κρεβάτι. Έμεινε αρκετές βδομάδες στο κρεβάτι και τις βδομάδες αυτές τις περάσαμε με φόβους. Πάλι κυρίεψε η σιγή το σπίτι. Πάλι τα παιδιά και γω καθόμαστε αμίλητοι στο τραπέζι, όπου έμενε άδεια η θέση της. Πάλι σωπάσανε οι φωνές σ' όλο το σπίτι και πάλι ήρθε η αρρώστεια και μας έκοψε τις ελπίδες.

Τονέ στεφάνωσε τότες ο Πατριάρχης, κ' ύστερ' από μερικές βδομάδες τελέστηκε κι ο επίσημος του γάμος με την Αριάδνη. Είταν ο Αναστάσιος, καθώς είπαμε, ομορφάνθρωπος. Τον παρασταίνουν αψηλόλιγνο και με παρουσιαστικό, προκομμένο, γνωστικό κι αξιόπρεπο. Άρχιζε λοιπόν η βασιλεία του με καλές ελπίδες.

ΣΕΒΑΣΤ. Μόν' επήγε χαμένη. ΓΟΝΖ. Εγεννηθήκατε άνδρες τολμηρόκαρδοι· σεις θα εμετατοπίζετε το φεγγάρι από τη σφαίρα του, αν ετύχαινε για πέντε βδομάδες να μην αλλάξη. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος, τραγουδώντας με σεμνόν ήχο. ΣΕΒΑΣΤ. Βέβαια, κ' έπειτα θα εκυνηγούσαμε νυκτερίδες. ΑΝΤΩΝ. Έλα, κύριέ μου, μη θυμώνης.

Έπειτα μου έδωσε το χέρι κ' είπε: — Είμαι τόσο χαρούμενη, που είμαι πάλι σπίτι. Δεν μπορούσα ναπαντήσω τίποτε. Κοίταξα μόνο τους μαζεμένους μπροστά μου κ' ήξερα πως είχα εδώ την ευτυχία, που λίγες βδομάδες προτήτερα μόλις τολμούσα να την ελπίζω. Την άνοιξη, που ήρθε τώρα, τη θυμούμαι σα μια θάλασσα από άνθη, που γέμισε κάθε άδειο μέρος του σπιτιού μας.