United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για τούτο το γράμμα αυτό μας έδωσε τη λύση όλων, αν και δεν εξήγησε τίποτε· κι αφού το διάβασα, πήγα με άφωνη ευγνωμοσύνη μέσα στη γυναίκα μου, ευτυχισμένος γιατί μπορούσα να τα πιστέψω όλα. Δε μιλήσαμε πολύ γι' αυτό το γράμμα, μα αιστανθήκαμε κ' οι δυο ξαλάφρωμα που γράφηκε. Και το βράδι καθήσαμε ως αργά μονάχοι, αφού πήγανε τα παιδιά να κοιμηθούνε.

Άνοιξε κατόπιν το βιβλίο του· κενώ γύριζε τις σελίδες παρουσιάζοντο πεντάλφες, κύκλοι κιάλλα μαγικά σχήματα. Σένα κατεβατό σταμάτησε και μούπε να θέσω το δέχτυλό μου τυχαίως σένα σημείο. Μετ' αυτό άρχισε μια άφωνη ανάγνωση και σάλευαν τα χείλη του. Σε λίγα λεπτά έβγαλε τη διάγνωσή του. Είχα βαρειά «βιστιρά», δηλαδή προσβολή από πονηρά πνεύματα, αλλ' ίσως κιαπ' ανθρώπου αφορμή και συνέργεια.

Τα μάτια της μονάχα είχανε ζωηρέψει από μιαν ασυνείθιστη ζωή και δύναμη, σαν από μια μεγάλη απόφαση για ζωή και θάνατο. . κάθε τόσο άνοιγε το στόμα της και το ξανάκλεινε άφωνη. . τέλος πάντων, μόλις έπαψε το ροδάνι της θειας Ελέγκως, είπε με στερεή και ήσυχη φωνή που ακούστηκε παράξενη για την ηρεμία και έντασή της από τόσον καιρό που δεν είχε πια μιλήσει Να πάη η Λιόλια με το Νίκο, θεια Ελέγκω, να σου κόψουνε λουλούδια Και σώπασε-κ' έκλεισε τα μάτια της σα να κουράστηκε απ’ την προσπάθεια και σάματι νάσβησε η λαμπάδα πούφεγγε μέσα στο μυαλά της ή για να μην ιδή τη λάμψη στο πρόσωπο του Νίκου ύστερ’ απ’ αυτά τα λόγια. -Καλά λες, πουλάκι μου!

Και το πουλί λες σήμαντρο ψηλά στον όρθρο κράζει· μέσα στον δάσους το ναό γονατιστή η ψυχή σαν παλιό κρίμα μια στιγμή τη θλίψη της τινάζει σε μια άφωνη προς το γλαυκό του απείρου προσευχή. Το μυστικό δε σου ένιωσε κανείς, ψυχή φτωχή· το φάντασμά σου όλοι είδανε μονάχα, είδαν δυο χέρια λευκά, χλομά ν' απλώνονται θαρρείς σε προσευχή προς κάποια απάνω αθώρητα χαμένα αδέρφια αστέρια.

Ω, πώς τις συλλογίζουμαι τώρα τις λίγες αυτές βδομάδες, που δεν την έβλεπε κανένας άλλος από μας! Και πώς μπορέσανε να σβήσουνε μέσα στο νου μου όλα όσα περάσανε! Μπροστά στην άφωνη ευτυχία τους δε λογαριάζεται όλη η ανησυχία κ' η θλίψη, που δοκιμάσαμε προτήτερα. Όλα όσα είπαμε τα έχω σημειωμένα και φυλαγμένα στη μνήμη μου.

Δεν μπορώ να το υποφέρω αυτό, φώναξα σχεδόν. Δεν μπορώ να το υποφέρω. Να χάσω και σε και κείνον. Δεν είναι δυνατό να το θέλης. Σηκώθηκε άφωνη και στάθηκε μπροστά σα μια Νιόβη, που απλώνει τα χέρια ναγκαλιάση τα παιδιά της, που χτυπιούνται από τα βέλη των θεών ακόμα και μες την αγκαλιά της. — Άφησέ με να πάρω μαζί το Σβεν, είπε. Θα πεθάνη που θα πεθάνη.