United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ήρθε είδηση ότι ο πασάς του νομού μας, πούτον ο Βέροβιτς, θαρχόταν να επισκεφθή την επαρχία μας, ο δάσκαλος εσύνθεσε ποίημα να το ψάλωμε στην υποδοχή. Κενώ θα το λέγαμε στον αντιπρόσωπο του Σουλτάνου, ήτο γεμάτο από Ελλάδα κ' ελευθερία. Έλεγεν, όμως τον πασάν «ένθερμον προστάτην της παιδείας» κιότι «άπας ο λαός τον υπεδέχετο μετά παλμών καρδίας».

O αήρ αναγκαίον διάμεσον προς ενέργειαν της οράσεως. Αναίρεσις δόξης Δημοκρίτου, ότι δυνάμεθα να βλέπωμεν εν τω κενώ. Το αντικείμενον, του οποίου αίσθησις είναι η όψις, είναι το ορατόν . Ορατόν δε είναι το χρώμα και εκείνο όπερ δυνάμεθα να εξηγήσωμεν διά του νου, αλλά δεν έχει ίδιον όνομα . Φανερόν δε θα γίνη κάλλιστα ό,τι λέγομεν, όταν προχωρήσωμεν.

Κενώ έκανα σταυρούς και γονυκλισίες, τα χείλη μου ψιθύριζαν στην Παναγία τις θερμότερες μου ικεσίες για την υγεία της αγαπημένης. Στην Παναγία μιλούσα ως μητέρα σπλαχνική και πανάγαθη πούξερε από ανθρώπινο πόνο. Και, τόσον αληθινή, τόσον ειλικρινής ήτον η παρακάλεσή μου, τόσον έφτανα να αισθάνωμαι την παρουσία της Παναγίας, ώστε τα δάκρυα μου έτρεχαν.

Ενόμιζες πως ήθελε να πετάξη όλος εις το κενόν, ναύαρχος να ορμήση εναέριος, και να κεραυνώση τον πολέμιον, τέρας ουράνιον, σείων τας δύο χείρας του ως δύο πτέρυγας, και διαγράφων κύκλους ατάκτους εν τω κενώ με το μακρόν τσιμπούκι του· ως το εκτόρειον δόρυ, επί του εξώστου.

Έβαλα τότε όλα μου τα δυνατά να φύγω από την αγκαλιά της, αλλ' η άρρωστη μέσφιξε δυνατώτερα, τόσον που λίγυσε το σώμα μου προς τα πίσω. Κενώ με κρατούσε έτσι, έσκυψε και μούπε με το φριχτό της χαμόγελο: — Σιχαίνεσαί με, αι; Σιχαίνεσαί με; Κόλλησε το ματωμένο της στόμα στο δικό μου. Αλλά τότε, αντί ν' αντισταθώ, αφέθηκα κοι βυθίσθηκα σε μια ηδονή, που όμοια δεν είχα αισθανθή έως τότε.

Ωχ! έκλαιεν ακόμη θρηνών ο ρινόφωνος γραμματεύς και οικονόμος πάτερ-Σισώης, κλειδωμένος εν τω κενώ ταμείω. Και αντήχει γοερώς η φωνή του εις την έρημον κόρδαν των κελλίων ως νυκτικόρακος στεναγμός. — Μας επρόδωσαν, κύριε δήμαρχε! επανελάμβανεν ο γέρων αρχοντάρης. Μας επρόδωσαν! Τα εγνώριζον όλα. Ακόμη και τα κλειδιά, τα οποία είχον εις τον κόρφον μου!

Πολλάκις συνέβαινεν εν τη μικρά εκείνη λοφοσκεπάστω εκτάσει, εις διαφόρους της ημέρας ώρας, συχνάκις δε κατά την μεσημβρίαν, η φύσις πέριξ, ως το μνημείον του Μέμνωνος, ν' αναδίδη διαφόρων ειδών τόνους, ποικίλας φωνάς, αρμονικώς διακεχυμένας εν τω κενώ.

Αντροπατεί, εξήγησε η αδελφή μου, όπως άκουσε τη μητέρα να λέγη. Εμεγάλωσε· δεν τονε θωρείς; Εγώ ο ίδιος δεν είχα προσέξει σ' αυτή τη μεταβολή της φωνής μου. Αυτή δε η παρατήρηση και τα σχετικά που άκουσα μούδωκαν αφορμή κιάλλων σκέψεων. Συλλογισμένο ήτο και το Βαγγελιό· κενώ τάλλα κορίτσια τραγουδούσαν ή έψαλλαν τροπάρια του επιταφίου, αυτή σιωπούσε.

Οι συλλογισμοί κείνοι φέραν σαπελπισία και φρένιασμα τη μητέρα μου. Κενώ ως τότε φοβότανε και στον εαυτό της να μολογήση τη φρικτή της υποψία, τώρα άρχισε να λέγη στους πειο σχετικούς πως η χτικιάρα είχε δώσει στο παιδί της την αρρώστεια της επίτηδες για να την κάψη.

Αφού τελείωσε, τι να τον περιμένουν; Άρχισαν ετοιμασίες για την κηδεία. Πρόφτασαν και κάλεσαν από το χωριό και τους δικούς του, όσοι δεν ήσαν κοντά του. Και στις τρεις ήτο σαβανωμένος. Αλλά μες στα μοιρολόγια των γυναικών κενώ ετοιμάζοντο να τον σηκώσουν, ο πεθαμένος κινήθηκε κιάνοιξε τα μάτια του. Αυτοί πούσκυβαν να τον σηκώσουν σύρθηκαν πίσω κιο θρήνος έπαψε.