United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άσπρα κάτασπρα τα μαλλιά του κεφαλιού, τρεμάμενα τα πόδια, στείρα ταφόπλακα η καρδιά. Η νέα ζωή πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω από ρουπάκι κατάξερο. Πώς να την αισθανθή και πού να την ακολουθήση; Αδύνατον!

Αν κανείς δεν μπορή να αισθανθή ευχαρίστηση διαβάζοντας ξανά και ξανά ένα βιβλίο, δεν είναι ανάγκη να το διαβάση καθόλου. Αλλά τι λες για το ξαναγύρισμα στη Ζωή και στη Φύση; Είναι η πανάκεια που πάντα μας τη συσταίνουν. ΒΙΒΙΑΝ. — Θα σου διαβάσω το τι φρονώ γι' αυτό το ζήτημα.

Τούτο το λάβωμ' έπιασε κ' εγνώρισεν η γραία, κ' ευθύς το πόδι απόλυσε, κ' έπεσ' εκείνο μέσατον λέβητα, κ' εβρόντησε το χάλκινον αγγείο, 'ς την άλλην έγυρε μεριά, και το νερόν εχύθη. 470 χαράν και θλίψιν μέσα της συνάμ' αισθάνθη εκείνη, τα μάτια δάκρυα γέμισαν κ' εκόπηκ' η φωνή της· και το πηγούνι του 'πιασε κ' είπε· «Γλυκό παιδί μου, είσ' ο Οδυσσέας άσφαλτα· κι' αχ! δεν σ' έχω γνωρίσει πριν ψηλαφήσ' ολόκληρον εγώ τον κύριόν μου». 475

Αυτός, που από Διός παιδιά κατάγεται, φανέρωσε μεγάλη αχαριστία, γιατί και στην κυρά παιδί δεν έδωκε• να ιδή κι' αυτή την ιδίαν ευτυχία• κι' αισθάνθη ξένον έρωτα και πόθο, ένα παιδί να μας γεννήση νόθο! Εις την εορτήν ταύτην απηγορεύετο εις τα νόθα τέκνα και εις τους ξένους να λαμβάνουν μέρος. Σκηνογραφία η αυτή.

Και ο Σωκράτης τότε: — Συ Ερυξίμαχε, είπε, τα κατάφερες καλά αλλ' αν ήσουν εις την θέσιν που ευρίσκομαι εγώ τόρα ή καλύτερα εις την θέσιν που θα ευρεθώ όταν ομιλήση και ο Αγάθων, και πολύ θα εφοβείσο και εν γένει ήθελες αισθανθή ό,τι και εγώ τόρα.

Ο ποιητής αφού πρόκειται να περιγράψη ή εξυμνήση τον αγροτικόν βίον δέον να είνε εις θέσιν να θαυμάση τα βουνά, τας κοιλάδας, τους ποταμούς, τους δρυμούς, τα νερά τα ηχηρώς κατερχόμενα εις τας χαράδρας, τους σπειρομένους αγρούς, τα τραγούδια του λαού, τον βίον, τα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού διότι εάν δεν δύναται να εννοήση ταύτα, εάν δεν δύναται να τα αισθανθή, να συγκινηθή εξ αυτών, αδυνατεί και να τα περιγράψη.

Πώς ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλλίτερον το οποίον ημπορούσαν να κάμουντο να μη φέρουν δηλαδή άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς! . . . και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα.

Εγώ τουλάχιστον, ω άνδρες, εάν δεν εφοβούμην ότι θα με πάρετε ως εντελώς μεθυσμένον, θα σας έλεγα ορκιζόμενος τι εγώ ο ίδιος έχω αισθανθή από τους λόγους αυτού και τι αισθάνομαι ακόμη και τόρα. Όταν δηλαδή τον ακούω, πολύ περισσότερον από τους κορυβαντιώντας και η καρδία μου πηδά και δάκρυα χύνω από τους λόγους αυτού. Βλέπω δε και άλλους πάρα πολλούς να παθαίνουν τα ίδια.

Ο Βινίκιος ήρχισε να τον εξετάζη διά του βλέμματος, με είδος τι δυσειδαίμονος φόβου, ομοίου σχεδόν με εκείνον, τον οποίον ειχεν αισθανθή εις το όνειρόν του. Ηκροάσθη τι έλεγεν ο Πέτρος. Ο απόστολος επρόφερε το όνομα του Χριστού. Μόνον με αυτό το όνομα ζη, διενοήθη ο Βινίκιος. Ο γέρων διηγείτο την σύλληψιν του διδασκάλου.

Και από την πρώτη αυτή φορά που την είδε, και από την πρώτη στιγμή, αισθάνεται μέσα του ό,τι χρόνων έρως δε θα τον έκανε να αισθανθή. Αρχίζουν τα βάσανα του χωρισμού· αχ! δεν μπορεί να ξαναδή πλέον εκείνην που τόσο λίγο την είδε!