United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ έχεις, μου είπεν η Γαντζάδα, την φωνήν του Αμπουλβάρη, μα η μορφή σου και η θεωρία σου δεν παρομοιάζουν καθόλου με εκείνου· και εις τούτο σου ομολογώ πως δεν σε ακούω με ησυχίαν, μα ειπές μου αν είσαι αληθώς αυτός, διατί φαίνεσαι τόσον διαφορετικός από εκείνο που ήσουν, οπόταν εμίσευσες από την Μπάσραν· πού εστάθης; και τι σου συνέβη, που ημπόρεσαν να κάμουν εις εσένα τόσην μεγάλην μεταβολήν;

Σου έφερα φαγί, είπεν η Σιξτίνα, αποθέτουσα επί της τραπέζης πινάκιον. — Ευχαριστώ, είπεν η Αϊμά. — Η ηγουμένη επιτρέπει να τρώγης λάδι, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν με μέλει δι' αυτό, απήντησεν η Αϊμά. — Τούτο το εκάμεν επειδή ήσουν αδύνατη. Άλλως πως οι κανόνες του μοναστηρίου δεν το επιτρέπουν, επειδή είνε σαρακοστή. Η Αϊμά εσίγα. — Φάγε, κόρη μου, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν πεινώ.

Και συ φλογέρα μου, γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις; Τ' έχεις καϋμένη, και βογγάς και κλαις κι' αναστενάζεις, 'Σ όλην αυτή την ερημιά, 'ς όλην αυτή τη νύχτα, Και λες τραγούδι φλίβερο και παραπονεμένο, Και τον αντίλαλο ξυπνάς 'ςταίς λαγκαδιαίς, 'ςτά δάση, Ξυπνάς κι' από τον ύπνο της την ώμορφη την πλάσι;... Ξύλο δεν ήσουν άλλαλο κι' ανώφελη βεργούλα, Κ' εγώ ο μαύρος σου χάρισα ακέρηα την ψυχή μου; Σώδωκα αθάνατη φωνή και πόνο και γλυκάδα, Που σε ζηλεύουν σαν σ' ακούν ακόμα και τ' αηδόνια.

Ήσουν το μόνο τους παιδί, κ' ελπίδα πια δεν είχαν, αν και εσύ τους πέθαινες, άλλο παιδί να κάμουν. Κ' έτσι εμείς θα ζούσαμε όσω μας μένει ακόμα και συ δεν θα με έχανες, η ώρα μου πριν έρθη, κι' αυτά δεν θα ωρφάνευαν. Μα όλα ήταν γραμμένα και ήταν θέλημα θεού ό,τι έγινε να γίνη. Ας είναι όμως.

Αλλ' αυτό δεν είνε λόγος να μην απολαύσης εσύ τα νειάτα σου και να ζήσης φρόνιμη, όχι ως εταίρα, αλλ' ως να ήσουν ιέρεια της Θεσμοφόρου. Αφήνω τα άλλα• σήμερον είνε η εορτή των αλωνιών• τι δώρον σου έκαμε διά την εορτήν; ΜΟΥΣ. Μα δεν έχει, μητερούλα μου, το καϋμένο το παιδί.

ΜΕΝ. Δεν ήκουσες, Τειρεσία, την Μήδειαν του Ευριπίδου, τι λέγει, ελεεινολογούσα την τύχην των γυναικών, ότι ζουν αθλίαν ζωήν και τραβούν αφόρητους πόνους κατά τον τοκετόν; Καιαφού οι στίχοι της Μηδείας μου το ενθύμισανδεν μου λες εγέννησες ποτέ όταν ήσουν γυναίκα, ή στείρα και άγονος επέρασες την γυναικείαν ζωήν; ΤΕΙΡ. Διατί ερωτάς αυτό, Μένιππε;

ΠΤΩ. Ναι, διότι το φως είνε ευχάριστον και ο θάνατος κακός και μαύρος. ΔΙΟΓ. Είσαι ανόητος, γέρω, και δεν ξέρεις το συμφέρον σου, σαν να ήσουν παιδί, ενώ είσαι ομήλικος του Χάρωνος.

ΡΩΜΑΙΟΣτης Ροζαλίνας; Όχι· εξέχασα και τ' όνομα και τον καϋμόν της, πάτερ. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Έτσι σε θέλω· εύγε σου! ‘Πέ μου λοιπόν, πού ήσουν; ΡΩΜΑΙΟΣ Θα σου ειπώ το κάθε τι, πριν ερωτήσης πάλιν. Την νύκτα εξεφάντωσα μαζή με τους εχθρούς μου, και επληγώθηκα εκεί, χωρίς να το προσμένω, αλλά επλήγωσα κ' εγώ. Κ' οι δύο θεραπείαν, απ' τ' άγιον το χέρι σου, και συνδρομήν ζητούμεν.

Άφησέ τον το λοιπόν, ακολούθησε να λέγη εις την κατάστασι που τον έφερα, και ας σταθή αυτού ως το τέλος των αιώνων· εσύ όμως ξεμάκρυνε το συντομώτερον από τούτο το μνημείον, και μη συγχίζης πλέον την ανάπαυσιν ετούτου του προφήτου· ειδεμή σε αφανίζω, το οποίον ήθελα να κάμω από το πρώτον, αν δεν ήσουν από την θρησκείαν του Μωάμεθ».

ΜΕΝ. Εάν αληθώς είσαι τυφλός, ω Τειρεσία, δεν είνε εύκολον να το διακρίνη κανείς πλέον• διότι όλοι εδώ έχομεν ομοίως κενά τα μάτια, μόνον δε τα κοιλώματά των διατηρούνται• κατά δε τα άλλα δεν δύναται κανείς να είπη ποίος ήτο ο Φινεύς και ποιος ο Λυγκεύς. Ότι όμως ήσουν μάντις και ότι υπήρξες αρσενικός και θηλυκός το γνωρίζω από τους ποιητάς.