Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουλίου 2025
Πούναι ο άνδρας σου; Πούν' τος; Ότι μπήκα απ' την πόρτα, ακούω μπλουμ! Τρέχω. . .Τι να ιδώ! Δεν πρόφθασα . . . Ούτε ήξευρα πως είσ' εδώ. Σε είχα στο χωριό πως βρίσκεσαι . . . Είχα μάθει πως ήσουν άρρωστη . . . Την τρομάρα που πήρα! . . . Τώρα κρέμασμα ανάποδα και γλήγορα . . . Δεν πιστεύω να είναι καλά πνιγμένα . . . Πούναι . . . τος ο άντρας σου; Πούντος;
ΕΡΜ. Και πώς ξέρεις εσύ Όμηρον, που ήσουν πάντοτε ναύτης και κωπηλάτης; ΧΑΡ. Βλέπω ότι έχεις πολύ κακήν ιδέαν για μας τους ναυτικούς. Αλλ' εγώ, όταν πέθανε ο ποιητής και τον πήρα, τον ήκουα ν' απαγγέλλη πολλά εκ των ποιημάτων του και ενθυμούμαι ακόμη μερικά, μολονότι την ημέραν εκείνην είχαμε τρικυμίαν μεγάλην.
ΚΡΕΟΥΣΑ Μα του πατέρα σου είσαι και όχι εκείνου πεια. ΙΩΝ Παιδί δικό του ήμουν, γιατ' ήταν σαν πατέρας. ΚΡΕΟΥΣΑ Ήσουν, μα πεια δεν είσαι, και τώρα είμαι 'γω. ΙΩΝ Συ ευσεβής δεν είσαι, εγώ ήμουν ευσεβής. ΚΡΕΟΥΣΑ Σε σκότωνα, γιατ' ήσουν στο σπίτι μου εχθρός. ΙΩΝ Εγώ δεν ήρθα με όπλα στον τόπο τον δικό σου. ΚΡΕΟΥΣΑ Φωτιά ήρθες να βάλης στο σπίτι του Ερεχθέως.
— Δεν ήσουν τσομπάνης; — Εγώ έβοσκα πρόβατα στον κάμπο. Ο χωροφύλαξ εδίστασεν ακόμη. — Και να μας ρίξη κάτω μια γυναίκα! είπε. — Δεν προφτάσαμε να την ιδούμε τη στιγμή που περνούσε, είπεν είρων ο δραγάτης. Αν την έβλεπες, θα σούκανε καρδιά. — Αληθινά; — Δεν ξέρεις πόσες φορές δίνουν το παράδειγμα η γυναίκες! είπεν ο αγροφύλαξ. 'Σε καμπόσα πράγματα, δείχνουν πολύ κουράγιο.
Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· 10 «Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη, 'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου· και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν. τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, 15 με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον, οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου; ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέας 'ς την Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην. αλλά καταίβα τώρ' ευθύς 'ς το μέγαρον, όθ' ήλθες, 20 ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο, με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μου 'ς τα μέγαρο· και τώρα συ 'ς το γήρας χάριν έχε».
Θυμάσαι; Μια βραδυά που ήσουν μεθυσμένος, να σε φιλήσω ρίχτηκα και ο Καίσαρας μου τίναξ' ωργισμένος στο κεφάλι το χρυσό του το ποτήρι. Ερωτευμένος μου φαινόσουνα με άλλη. Πάντα μακρυά τραβιώσουνα από μένα, μ' απόφευγες. ΑΓ. ΔΗΜ. Έχω ξαναγεννηθή! Να με φλογίζη νοιώθω μέσα στο κορμί μου το θείο φως!
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.
— Όχι· έφυγε μια ώρα μπροστήτερα από μένα. — Για δω; — Για δω· — Και πώς δεν ήρθε; — Πώς δεν ήρθε μαθές; — Τι γείνηκε; — Τι γείνηκε, σ' ερωτώ κ' εγώ! Εναγώνιος ανησυχία εκυρίευσε τας δύο γυναίκας. Η Αφέντρα συνήψε τας χείρας εν απογνώσει. — Τι να έπαθε τάχα; — Πού είνε τος; — Γιατί δεν ήρθατε μαζί, αφού ήσουν για νάρθης και συ; ήρχισε να παραπονήται η Αφέντρα.
Θέλεις, λες, να γίνεις καλογριά, μα θα ήσουν πιο σύμφωνη με μένα αν ήθελες να μείνεις δασκάλισσα, όπως είσαι, και να δώσεις νέα ζωή, πνοή ελληνική στις Ελληνίδες». Φεύγοντας, με ρώτησε αν θα μπορούσε να με ξαναϊδεί προτού φύγω από την Πόλη.
— Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται! μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι. — Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα; — Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη, μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν. — Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν