United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι τα βλέπουνε στην Εβρώπη, έτσι τα είπα κι ο ίδιος μιλώντας σ’ Εβρωπαίους, που τους φαίνεται και νόστιμο, με το πνέμα του, με το κουράγιο του, με τη μαργιολιά του, να νίκησε δέφτερη φορά ο νικημένος το νικητή, ο Ρωμιός το Ρωμαίο, με τρόπο που να του πάρη ως και τη δόξα την καμαρωμένη του, τόνομά του .

Σαν καλλίτερα είμαι, είπεν ο Θανάσης, όστις ευκόλως επείθετο ότι είνε καλλίτερα, άμα του το έλεγέ τις· ησθάνετο δ' ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου. — Μακάρ' ο θεός να δώση να είσαι καλά. Θα σηκωθής, Θανασάκη μου; θα κάμης κουράγιο νάρθης στο γάμο, να με καμαρώσης, που θα φορώ στεφάνι; — Να ιδώ . . . σαν μπορέσω . . . Όπως μου πη ο γιατρός.

Ο λοστρόμος με τους άλλους ναύτες σήκωσαν σιγά-σιγά τον καπετάνιο και τον φόρτωσαν στον ώμο του Γερο-Φλώκου, ρίχνοντας του απάνω την κόκκινη τσέργα. Ο Μοναχάκης βογγούσε: «Αγάλια! αγάλια παιδιά! αγάλια και πονώ». Και πιάστηκε από το λαιμό του ναύτη. — Στο Κυρατσώ, καπετάνιο, να σε πάω στο Κυρατσώ την αδερφή σου, πούνε σιμά το σπίτι. — Κουράγιο, Μοναχάκη. Δεν έχεις τίποτε.

Τότε ο Τζατσίντο ξαναπήρε κουράγιο. «Πρέπει να πεις στις θείες ότι δεν ήμουν εγώ εκείνος που σε συμβούλεψε να αναθέσεις στο θείο Πιέτρο να παραδώσει το καλάθι με τις προμήθειες. Εκείνες αυτό πιστεύουν. Πιστεύουν, και κυρίως η θεία Νοέμι, ότι εγώ γυρεύω τη φιλία του θείου Πιέτρο για να τις πάω κόντρα.

Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.

Αρχοντάδικο και Χαχόλικο. Κ' έτσι η χώρα του έγεινε χώρα μεγάλη, κι αυτός ήρωας. Και σαν καθένας που προκόβει, δεν άργισε κι ο Στόικος να κάμη φίλους· και τέτοιους φίλους, που έχει κάποτες και κουράγιο ναψηφάη το Πρωτόξανθο Γένος και να χορεύη κατά το δικό του σκοπό. Όλες αυτές τις χαρές και τις χάρες τις φυλάγει ο Στόικος κρυφά κρυφά μέσα του.

Είτανε τόσο αλιώτικη, τόσο φοβερή, σαν κανένα φάντασμα. Γύριζε έτσι απάνου κάτου σ' όλο το σπίτι, κ' είχε το κουράγιο να βγη και στο δρόμο σε κείνη τη κατάντια. Μόλις την είδα, έμεινα. Της λέω, «δε ντρέπεσαι, Αννούλα, νάχης πένθος και να κάθεσαι να στολίζεσαι με λουλούδιαΚαι τι μου απάντησε; «Ίσα, ίσα, αφού έχω πένθος μέσα μου, πρέπει να στολίζουμαι απ' όξω». ΓΙΑΓΙΑ Καημένε και συ.

Όνομα δε θα της κάμουνε μήτε η καθαρέβουσα μήτε η μισή γλώσσα . Αν είτανε τόντις μισή , αν ίδια της καταλάβαινε τι θέλει και τι θα πη σωστός συβιβασμός, αντίς να γράφη κι αφτή, απαράλλαχτα σαν την καθαρέβουσα, Ελλάς και βασιλεύς, θα προσπαθούσε τουλάχιστο, δε λέω πια να γράφη Το ρωμαίικο , δε λέω να γράφη Ρωμιοσύνη , μα να γράφη η Ελλάδα , δε λέω να γράφη βασιλιάς , αφού δεν έχει το κουράγιο, μα τουλάχιστο να γράφη ο βασιλέας . Όσο δε γίνουν αφτά, μπορεί να γράφουν όσο θέλουνε.

Ο Θεός το έδωσε κι ό, τι δίνει ο θεός, καλό καμωμένο. Η ζωή θέλει κουράγιο, αυτή η πολυβασανισμένη ζωή. Και γυρίζει άξαφνα με την τρεμάμενη φωνή του μέσα στην κλάψα και στον πόνο της φαμελιάς του και λέει χαμογελώντας πικρά: — Ε! κουράγιο, βρε παιδιά, κουράγιο. Μη σας πήρε όλους η λιγοψυχιά. Έχει ο Θεός και για μας τους φτωχούς!...

Λοιπόν, τι κάνεις τώρα; Έι, άνθρωπέ μου!.... Ντροπή! Αρκετά δεν έκλαψες; Εμπρός, κουράγιο! ΠερπάταΤον ταρακούνησε πάλι πιάνοντάς τον από πίσω, από τα μπράτσα, αλλά ο Έφις έκλαιγε διπλωμένος στα δυο, με το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, και ενώ οι λυγμοί του γέμιζαν τη σιωπή της νύχτας, θυμόταν το αίμα που είχε φτύσει μπροστά στην παλιά εκκλησία της Ολιένα, μετά το άλλο επεισόδιο με τον Τζατσίντο.