Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Σεπτεμβρίου 2025
Σε λίγο ο Μαθιός με τη στίβα τα γράμματα στα χέρια ξεκίνησε για τη διανομή. Στο δρόμο κοντοστάθηκε, δεν ήθελε να περάση από το σπίτι του Λαλεχού. Φοβότανε τις κακοτοπιές. Μα τι να κάμη; Εκεί δίπλα είχε να δώση γράμμα. Δεν μπορούσε να κάμη αλλοιώς. Έκαμε κουράγιο και τράβηξε. Από μακρυά το μάτι του πήρε την Ουρανίτσα στο παράθυρο. Έκαμε να στρήψη το σοκάκι, μα ήταν αργά.
Έδωκε ο θεός και βρέθηκε το χάσιμο... Ο νέος ο βασιλιάς έγινε ακόμα πιο χλωμός και τα γόνατά του λυγίσανε να πέση χάμω. — Βρέθηκε το χάσιμο. Κ' η κλέφτρα η μάγισσα, του Σατανά η γέννα, ρέβει τώρα μες τα σίδερα. Κρύος ιδρώτας έλουσε το νέο το βασιλιά κ' ένα σκοτάδι απλώθηκε στα μάτια του. Έκανε κουράγιο και είπε στον πατέρα του: — Πατέρα μου και βασιλιά μου.
Δεν πειράζει. Οι Βόθροι δεν είναι μακριά· ας διούμε και κει πώς μιλούνε. Νύχτωσε. Πρέπει ακόμη να κάμης κουράγιο, ώςπου να φτάσης κάτω στη ρεματιά, γιατί εκεί κάτω είναι οι Βόθροι, ανάμεσα σε δυο βουνά.
— Έννοια σου, παιδί μου, είπε λαχανιασμένος ο αγαθός γέροντας, σκύβοντας απάνω του. Έννοια σου, και θα σε κάνω καλά εγώ. Κουράγιο μόνο! Να ιδούμε τώρα τη λαβωματιά σου. Του σήκωσε τα ρούχα του, πήρε απ' τα χέρια του παιδιού της σπετσαρίας, που ήρθε κοντά του, τα χρειαζούμενα, και άρχισε να πλένη και να καθαρίζη την πληγή. — Αίμα σου ήρθε απ' το στόμα; τον ρώτησε. — Όχι! είπε ο Γιώργης.
Κ' είτανε μπόμπα που μόνος τη δούλεψε και μόνος την πέταξε. Έναν δεν είχε πλάγι του να του δώση κουράγιο. Όχι, στεκότανε &μια& κοντά του. Σωστή Μπουμπουλίνα σε τέτοιους πολέμους. Μια που μπορούσε να τους ρουφήξη τους φίλους μας εκεί μέσα. &Επιστήμη& την έλεγαν την αγαπητικιά του. Θα μου πης, είναι το λοιπόν κι αυτός δάσκαλος; Ναι, από κείνους που θάχη το Έθνος σαν ξεφορτωθή το &Δασκαλισμό&.
— Κάνε κουράγιο, Δάφνη· καυτερός είν' ο ήλιος. — Άμποτε να ήταν τόσο καυτερός, όσο η φωτιά που καίει την καρδιά μου. — Αστειεύεσαι κοροϊδεύοντάς με. — Όχι, μα τα γίδια, που εσύ μ' επρόσταξες να σ' ορκιστώ. Αφού αποκρίθηκεν αυτά η Χλόη στο Δάφνη σαν αντίλαλος κ' επειδή τους εφώναξεν η Νάπη, εμπήκανε πάλι μέσα, πολύ περισσότερο κυνήγι από το χτεσινό φέρνοντας.
Η αλήθεια ήταν πως δε βαστούσε πια κι' αυτός. Έκαμε να το κρύψη, έκανε να δείξη κουράγιο, μα δε βαστούσε. Η αγρύπνια, το μούσκεμμα, η νηστεία τον είχαν γονατίσει. Οι ρεμματισμοί σήκωσαν κεφάλι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν